Home Βασίλης Καφαντάρης Εκπαιδευτική πολιτική και Λύση. Του Βασίλη Καφαντάρη

Εκπαιδευτική πολιτική και Λύση. Του Βασίλη Καφαντάρη

11088104 10152660634755303 742874041 n

Πολλά λέγονται και γράφονται για τις αλλαγές που προωθούνται το τελευταίο διάστημα στην εκπαίδευση της Κυπριακής Δημοκρατίας.


Πέρα από τις πολλές διαφωνίες που αφορούν αυτό καθεαυτό το νέο ωρολόγιο πρόγραμμα και την κατανομή των διδακτικών ωρών των διαφόρων γνωστικών αντικειμένων, πιστεύω ότι το κύριο ζήτημα που παραμένει είναι ο χαρακτήρας και η φιλοσοφία της νέας ευρύτερης εκπαιδευτικής αναδόμησης που προτείνεται από τη σημερινή κυβέρνηση της οποίας οι νέες προτάσεις αποτελούν μικρό τμήμα.

Εξηγούμαι από την αρχή, θεωρώ ότι η φιλοσοφία της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης του ΔΗΣΥ και η εκπαιδευτική πολιτική της δεν συνάδει με τις ανάγκες και απαιτήσεις της σημερινής κυπριακής κοινωνίας και αποτελούν σε μεγάλο βαθμό πισωγύρισμα. Εδώ θα θίξω μια μόνο αλλά πολύ σημαντική πλευρά της εκπαίδευσης και αυτή είναι ποια στοιχεία και χαρακτηριστικά πρέπει να ενσωματώνει η δημόσια παιδεία, ώστε να προωθεί και να ενισχύει τις προσπάθειες λύσης του Κυπριακού.

Αρα πιο απλά ειπωμένο, πώς προετοιμάζονται οι μαθητές μας να ζήσουν σε μια ενιαία Κύπρο σε συνεργασία με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα;

Ξεκινώντας από αυτό το ερώτημα, λογικό είναι να δεχθούμε ότι η λύση για να είναι βιώσιμη απαιτεί την κοινή προσπάθεια όλων των κατοίκων της Κύπρου και προϋποθέτει τη «καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης, αμοιβαίου σεβασμού και συνεργασίας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων με στόχο την απαλλαγή από την κατοχή και την επανένωση της πατρίδας και του λαού μας» (1ος στόχος σχολικής χρονιάς 2008 – 2009). Από την εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης Αναστασιάδη και τις νέες προτάσεις που υποβλήθηκαν λείπει η βούληση για την καλλιέργεια της συνύπαρξης, αμοιβαίας αποδοχής και προώθησης της συνεργασίας με το σύνοικο στοιχείο.

Οι προτάσεις έχουν γραφτεί με όρους εθνικής κοινότητας και όχι με όρους ενιαίου κράτους. Αυτό φαίνεται καθαρά από τον εξοβελισμό της διδασκαλίας της δεύτερης επίσημης γλώσσας της Δημοκρατίας (της οποίας η διδασκαλία επιδείκνυε τη διάθεση και βούληση για γνωριμία με την Τ/κ κοινότητα και τις πολιτιστικές της ιδιαιτερότητες, αλλά μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στις διαπραγματεύσεις ως μέτρο καλής θέλησης). Δεν προετοιμάζονται οι μαθητές μας να ζήσουν σε μια ενιαία Κύπρο. Αντίθετα γίνεται μια προσπάθεια περιχαράκωσης των νέων που λόγω της έλλειψης ιστορικών γνώσεων κι εμπειριών εύκολα παγιδεύονται στο γνωστό «τζείνοι ποτζεί, εμείς ποδά». Μερικοί ίσως να περιμένουν μια «ωραία πρωία» οι ηγέτες να λύσουν το ζήτημα -ερήμην των διαθέσεων της πλειοψηφίας των πολιτών- επιβάλλοντάς τους μια λύση. Πόσο μπορεί να αντέξει μια λύση, όσο ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους θα υποβόσκει η καχυποψία, η μισαλλοδοξία και οι εθνικιστικές εξάρσεις;

Άλλωστε, οι ίδιοι, οι εκάστοτε εκλεγμένοι ηγέτες της Κυπριακής Δημοκρατίας όταν μιλούν στα διεθνή φόρα αναφέρονται εμφαντικά στον κυπριακό λαό προκειμένου να πείσουν για τη νομιμότητα του ενιαίου κράτους. Δηλαδή, οι ηγέτες της Δημοκρατίας μας αποδέχονται ότι η εκπαίδευση της Κύπρου πρέπει να καλλιεργεί και τα στοιχεία εκείνα που ενώνουν τους Κύπριους πολίτες και που τους χαρακτηρίζουν ως ένα λαό. 

Αντί για αυτό παρατηρούμε ότι κάποιες ιδέες και προτάσεις που περιέχονται στην πρόταση της αρμόδιας επιτροπής φαίνεται να αφορούν ένα εθνοτικά προσανατολισμένο, εσωστρεφές, ανασφαλές και εθνικά ομοιογενές κράτος.

Συγκεκριμένα αναφέρεται ως ζητούμενο της διδασκαλίας των Θρησκευτικών «η διατήρηση της ιστορικής ταυτότητας, με την ιδιαιτερότητα της ημικατεχόμενης πατρίδας μας και συγχρόνως εμπλουτίζεται με στοιχεία από τη θρησκευτικο-πολιτιστική κληρονομιά». Δηλαδή το μάθημα δεν μένει μόνο στην ανάλυση και στο τυπικό της Χριστιανικής Ορθόδοξης Πίστης, αλλά αποκτά στοιχεία πατριδογνωσίας, ιστορίας και καλλιέργειας εθνικής συνείδησης και ταυτότητας. Στο ίδιο ιδεολογικό πλαίσιο η αύξηση διδασκαλία από το πρωτότυπο των Αρχαίων Ελληνικών αιτιολογείται, διότι «η γλωσσική συνείδηση οικοδομεί την πολιτισμική ταυτότητα, και η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών, σε διαρκή αναφορά προς τα Νέα Ελληνικά, ενισχύει τη συνείδηση του ανήκειν» επειδή «στην εποχή του κοσμοπολιτισμού και της παγκοσμιοποίησης και των κινδύνων υπό τους οποίους τελεί ο κυπριακός ελληνισμός.» 

Πιστεύω ότι αυτό που λείπει περισσότερο από τους μαθητές μας, όσο αφορά την πολιτισμική και εθνική τους ταυτότητα, είναι η γνωριμία με την πολιτισμική έκφραση όλων των ανθρώπων που ζουν στην Κύπρο. Για αυτό απαιτείται να καλλιεργηθούν συστηματικά και μεθοδικά τα θετικά στοιχεία που ενώνουν όλο τον κυπριακό λαό, να δοθεί έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις κοινές πανανθρώπινες αξίες. Η εκπαίδευση μας ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις μιας λύσης του κυπριακού ας αναδεικνύει τα πολιτισμικά αγαθά όλων των κοινοτήτων της Κύπρου, διατηρώντας άσβεστες όλες τις μνήμες, τους κοινούς αγώνες, τα παραδείγματα ειρηνικής συμβίωσης, τις κοινές δραστηριότητες και εκδηλώσεις, ώστε να προάγει τον διαπολιτισμικό διάλογο και την αμοιβαία κατανόηση.

Γράφει: Βασίλης Καφαντάρης