Τα όσα εκτυλίσσονται διεθνώς σε σχέση με την Ελλάδα είναι πρωτόγνωρα.
Οι διεκδικήσεις της νέας ελληνικής κυβέρνησης προκάλεσαν πολλές παράλληλες δυναμικές. Τόσο στα κέντρα λήψης αποφάσεων όσο και στο επίπεδο ευρωπαϊκών κοινωνιών. Είναι φανερό ότι η επιμονή της Ελλάδας για μια νέα συμφωνία έβαλε δύσκολα σε όλους τους εμπλεκόμενους.
Για την ηγεσία της Ελλάδας το εγχείρημα της διεκδίκησης καλύτερων όρων για τη χώρα είναι πολύ δύσκολο. Έχει να αντιμετωπίσει την εμμονή του Βερολίνου και όλων όσοι επιμένουν στις πολιτικές λιτότητας οι οποίες φορτώνουν το κόστος της οικονομικής κρίσης στους εργαζόμενους και γενικά στις κοινωνίες. Έχει να αντιμετωπίσει κυβερνήσεις κρατών μελών της ΕΕ που ανησυχούν για τις λαϊκές αντιδράσεις στο εσωτερικό των χωρών τους. Κι’ αυτά την ώρα που η Ελλάδα αντιμετωπίζει πιεστικές χρηματοδοτικές ανάγκες.
Αλλά και για τους δανειστές και εταίρους της Ελλάδας, τα πράγματα δεν είναι απλά και μονοσήμαντα. Ομολογούν ότι τους ανησυχούν οι πιθανές αρνητικές επιπτώσεις αν επέλθει ρήξη. Αυτό το γεγονός τους υποχρεώνει να διαπραγματευτούν με την Ελλάδα και να αναζητήσουν τρόπους συνεννόησης και κατάληξης σε αμοιβαία αποδεκτές λύσεις, έστω κι αν ορισμένοι δεν έχουν εγκαταλείψει την πολιτική των απειλών και των εκβιασμών. Από τη στιγμή που οι εταίροι και οι δανειστές υποχρεώθηκαν να μπουν σε διαπραγμάτευση με την Ελλάδα αυτό είναι μια πρώτη επιτυχία για την ελληνική κυβέρνηση αν και όχι αρκετή.
Πού θα καταλήξουν, αν καταλήξουν κάπου, οι διαπραγματεύσεις είναι ένα ερώτημα που θα απαντηθεί στην πορεία. Η προοπτική επίλυσης των προβλημάτων δημιουργείται εκεί που υπάρχει διεκδίκηση στη βάση συγκεκριμένων υλοποιήσιμων θέσεων και προτάσεων. Κερδίζει κάποιος όταν διεκδικεί! Είναι φανερό ότι οι προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης εμφορούνται από αυτή την προσέγγιση.
Οι κυβερνώντες στην Κύπρο έχουν μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Πολιτεύονται χωρίς να διεκδικούν τίποτε. Και δεν περιορίζονται μόνο σ’ αυτό. Εκβιάζουν την αντιπολίτευση και εκφοβίζουν την κοινωνία πως αν δεν εφαρμοστούν οι μνημονιακές απαιτήσεις- που αυτοί συμφώνησαν με την Τρόικα- η Κύπρος θα έχει καταστροφικές συνέπειες.
Έτσι πολιτεύονται οι κυβερνώντες έστω κι αν προεκλογικά είχαν δεσμευτεί ότι θα διεκδικούσαν από την Ευρώπη ένα καλύτερο μνημόνιο για την Κύπρο. Εξέφραζαν μάλιστα βεβαιότητα για τα θετικά αποτελέσματα των διεκδικήσεων τους επειδή –όπως διαφήμιζαν- είχαν φίλους στην ΕΕ που θα τους βοηθούσαν.
Τα αποτελέσματα της πολιτικής της κυβέρνησης Αναστασιάδη – ΔΗΣΥ είναι γνωστά. Ο Πρόεδρος δέχθηκε μέσα σε μια νύχτα το κούρεμα των καταθέσεων παρότι προεκλογικά και μετεκλογικά κατηγορηματικά δήλωνε ότι δεν το συζητά καν. Δηλώνουν οι κυβερνώντες ότι έτσι αποφεύχθηκε η χρεοκοπία. Αυτό που προκάλεσε όμως το κούρεμα δεν ήταν τίποτε άλλο από χρεοκοπία.
Ο Πρόεδρος προεκλογικά δήλωνε ότι είναι εναντίον των ιδιωτικοποιήσεων. Μερικές μόνο μέρες μετά τις εκλογές, ο Πρόεδρος δέχθηκε ονομαστικά την ιδιωτικοποίηση των τριών κερδοφόρων ημικρατικών οργανισμών, της CYTA, της ΑΗΚ και της Αρχής Λιμένων. Κι ενώ η Βουλή καταψηφίζοντας το σχετικό νομοσχέδιο τού έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία να διαπραγματευτεί το θέμα, ο Πρόεδρος αντί να απευθυνθεί στην Τρόικα, επανέφερε το θέμα και εκβίασε τη Βουλή για υπερψήφιση του νομοσχεδίου.
Το ίδιο κάνουν οι κυβερνώντες και με το θέμα των εκποιήσεων. Δεσμεύτηκαν να συζητήσουν πρώτα με τις πολιτικές δυνάμεις πριν συμφωνήσουν με την Τρόικα. Δεν το έκαναν. Δεσμεύτηκαν να φέρουν μαζί με το νόμο για τις εκποιήσεις, το νομοσχέδιο για την αφερεγγυότητα. Δεν το έκαναν. Και αντί οι κυβερνώντες να κάνουν αυτοκριτική, κτυπούν τα ρέστα τους εκβιάζοντας και κινδυνολογώντας για ξεπάγωμα του νόμου.
Οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες: Η ελληνική κυβέρνηση ασκεί πίεση στους Ευρωπαίους για να αλλάξει τα πράγματα προς το καλύτερο. Η κυπριακή κυβέρνηση ασκεί πίεση και εκβιάζει την αντιπολίτευση για την εφαρμογή του αντιλαϊκού μνημονίου.
Γράφει: Στέφανος Στεφάνου