Το Ενωτικό Δημοψήφισμα του ’50 είναι ορόσημο στη σύγχρονη κυπριακή ιστορία και διδάσκεται ήδη στα σχολεία μέσω της επετείου της 1ης Απριλίου.
Επιφανειακά κατά τη γνώμη μου όπως και όλη η σύγχρονη ιστορία της Κύπρου αλλά είναι εκεί. Προφανώς όταν διδάσκουμε Ιστορία, μας αφορά πώς, πέρα από τους μύθους, έγιναν τα πράγματα. Μας αφορά όμως και το πώς θα μιλήσουμε γι’ αυτά σήμερα.
Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α ήταν η τελευταία πράξη του αλυτρωτικού ελληνικού οραματισμού της «Μεγάλης Ιδέας», όρου τον οποίο εμπνεύσθηκε για δημαγωγικούς λόγους ο πρώτος Συνταγματικός πρωθυπουργός Ιωάννης Κωλέττης στα μέσα του 19ου αιώνα και που, όπως γράφουν τα σχολικά εγχειρίδια, «εγκαταλείφθηκε οριστικά μετά τη Μικρασιατική καταστροφή». Η Κύπρος ως βρετανική αποικία και λόγω της θέσης της μακριά από τον εθνικό κορμό, εγκαταλείπει οριστικά την ιδέα της Ένωσης, της δικής της «Μεγάλης Ιδέας», το 1974 με την τουρκική εισβολή και την απώλεια της μισής μας πατρίδας που ακόμα βρίσκεται υπό κατοχή.
Τάσσομαι λοιπόν ξεκάθαρα υπέρ κάθε εξειδικευμένης αναφοράς και διδασκαλίας για ένα τόσο σημαντικό ιστορικό γεγονός υπό μια προϋπόθεση.Η ιστορική διδασκαλία να μην είναι μια «εορτούλα» που τα παιδιά μας θα απαγγέλνουν ποιήματα σαν παπαγάλοι χωρίς να μπορούν να συνδέσουν τα γεγονότα και να τα τοποθετήσουν στο ιστορικό τους πλαίσιο. Αποφοιτούν τα παιδιά μας από το σχολείο, εορτάζουν τις εθνικές επετείους δύο χρονιές στο νηπιαγωγείο, έξι στο δημοτικό και τα ρωτάς τι θυμόμαστε και τι εορτάζουμε τη συγκεκριμένη ημέρα και δεν γνωρίζουν. Μπερδεύουν τους Άγγλους με τους Τούρκους, τους Γερμανούς με τους Άγγλους, την επέτειο της Ανεξαρτησίας με την επέτειο του Όχι. Κάτι κάνουμε πολύ λάθος και αντί να το παραδεχτούμε κρύβουμε συνεχώς το πρόβλημα κάτω από το χαλί ή μπαίνουμε σε τελετουργικές δημόσιες και εντελώς αναποτελεσματικές διαμάχες για ζητήματα που έχουν ήδη λήξει: δεν έχει υπόσταση σήμερα ένα τέτοιο αίτημα Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Η άγνοια και η ανοησία είναι οι πιο αντεθνικές πράξεις.
Η διδασκαλία της Ιστορίας πρέπει να σταματήσει να είναι επιφανειακή. Να γίνει κριτική, χωρίς αποσιώπηση, παραποίηση, απόκρυψη της αλήθειας, χωρίς η ιστορία να γίνεται δόγμα, ιερό και αλάνθαστο. Χωρίς καμία υπόνοια, φανερή ή υποβόσκουσα ότι το αίτημα για Ένωση με την Ελλάδα είναι ακόμα ανοιχτό. Η Κύπρος είναι ανεξάρτητο κράτος από το 1960. Οι ιστορικοί, γλωσσικοί και πολιτισμικοί δεσμοί των Ελληνοκυπρίων με την Ελλάδα είναι δεδομένοι, όπως δεδομένο είναι σήμερα ότι μπορούμε και επιζητούμε να κοιτάξουμε με αυτοπεποίθηση και αναστοχαστικά το παρελθόν μας. Πρέπει επίσης να εμπλουτίσουμε τις γνώσεις μας με τις αλήθειες της άλλης κοινότητας, γιατί η ιστορία μόνο της μιας πλευράς δεν είναι αλήθεια.
Συνήθως οι υποτιθέμενοι αυτόκλητοι «θεματοφύλακες» της Ιστορίας είναι αυτοί που διαστρεβλώνουν την αλήθεια ή διδάσκουν μισές αλήθειες. Έγραψε ο Γιώργος Διάκος μια πολύ πετυχημένη φράση για τα σημερινά καμώματα του ΕΛΑΜ: «Εκτός από την επέτειο του Ενωτικού Δημοψηφίσματος επιβάλλεται να θυμόμαστε και τη φράση ‘η Κύπρος κείται μακράν’».Η Ιστορία είναι σκληρή και αμείλικτη από μόνη της. Δεν χρειάζεται το φτιασίδωμα κανενός «προστάτη». Η ελευθερία της ιστορικής έρευνας και ο καθορισμός της συλλογικής μνήμης, δηλαδή τι θα θυμόμαστε και πώς θα το θυμόμαστε, δεν είναι δουλειά των πολιτικών. Είναι το επιστημονικό έργο του ιστορικού και η κριτική διδασκαλία μέσα στην τάξη που μπορεί να σταματήσει όσους ψεύδονται για το παρελθόν ή όσους ακόμα τρέφουν ψευδή οράματα του περασμένου αιώνα για ιδιοτελείς σκοπούς.
Δεν θέλω όμως να ανοίξω άλλο τα ζητήματα ιστορικής εκπαίδευσης γιατί θέλω να μιλήσω για την κουτοπόνηρη στρατηγική του ΕΛΑΜ στο συγκεκριμένο θέμα. Στόχευε να σύρει πίσω του τα κόμματα του ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ, Συμμαχίας και Αλληλεγγύης παίζοντας το χαρτί της «εθνικής» ατζέντας. Έσπευσαν αυτά μιας κι αυτή η κίνηση εδραιώνει ένα αρκετό μεγάλο μέτωπο εναντίον του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ στο Κυπριακό.Επιπλέον, το ΕΛΑΜ ποντάρει στις διαρροές του ΔΗΣΥ προς τα Δεξιά του. Νομίζει αφελώς ότι ο ΔΗΣΥ θα χορεύει κάθε φορά που το ΕΛΑΜ παίζει ντέφι ή ότι θα λειτουργήσει υπό τον φόβο των αντιδραστικών που εκμεταλλεύονται την Ιστορία. Το ΕΛΑΜ δεν πρέπει να αφήνεται να διαμορφώνει την ατζέντα λες και δεν έχουμε ιστορικές γνώσεις για το τι σημαίνει φασισμός, ναζί και νεοναζί.
Για την άλλη πλευρά αυτής της φαιδρής συμμαχίας, δεν υπάρχουν (ως συνήθως) ιδεολογικοί λόγοι, παρά μόνο οι συνήθεις ψηφοθηρικές ιδιοτέλειες. Δεν πείθει η ξαφνική ελληνολατρεία του ακραίου κέντρου. Και οι πέτρες το ξέρουν ότι είναι εργαλειακή στο μέτρο που υπηρετούνται οι δύο βασικές επιδιώξεις του. Η πρώτη είναι μακροπρόθεσμη: να αποτρέψουν πάση θυσία μια ενδεχόμενη λύση που θα κατέλυε το σημερινό πλέγμα συμφερόντων, το πλέγμα που σιτίζεται από τη διατήρηση του στάτους κβο της κατοχής. Η δεύτερη είναι βραχυπρόθεσμη: να μαζέψουν κουκιά για την προεδρική τσάρκα του προέδρου του ΔΗΚΟ.
Τώρα, στο συγκεκριμένο θέμα, όπως και σε πολλά άλλα θέματα, η προσωπική μου θέση είναι σταθερή: Στην πολιτική η αποχή μόνη δεν είναι καθαρή θέση. Ο ΔΗΣΥ πρέπει να πάρει καθαρή θέση. Να ξεσκεπάσει την πατριδοκάπηλη πρόθεση του ΕΛΑΜ για καπέλωμα της ιστορίας.
Ο ΔΗΣΥ έχει τη δυνατότητα να απαντά με θάρρος αλλά και σαφήνεια πως δεν είναι πράγματα αντιφατικά το να είναι κανείς καλός πατριώτης και ταυτόχρονα να αποδέχεται και να συνυπάρχει με τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας.
Να διαβεβαιώσω τέλος τους καλόβουλους φίλους του ΑΚΕΛ που σήμερα κυκλοφορούν έξαλλοι στο διαδίκτυο και λοιδορούν τους «προοδευτικούς του ΔΗΣΥ», ότι είμαστε εδώ, παρόντες, σταθεροί και αποφασισμένοι, χωρίς πολλά και μεγάλα λόγια. Άλλωστε χωρίς τους δεκάδες χιλιάδες -πραγματικά και όχι προσχηματικά- προοδευτικούς ανθρώπους του Δημοκρατικού Συναγερμού και τα στελέχη του, ούτε οικονομία όρθια θα υπήρχε, ούτε συνομιλίες για επίλυση του Κυπριακού σήμερα.
Η Ρένα Χόπλαρου είναι επικεφαλής της Γραμματείας Διακοινοτικής Συνεργασίας ΔΗΣΥ και μέλος του Πολιτικού Γραφείου.
Γράφει: Ρένα Χόπλαρου