Οι εξελίξεις στα κατεχόμενα και οι αντιπαραθέσεις που προκαλούν, υποχρεώνουν σε μια προσεκτική ματιά στη νέα κοινωνική πραγματικότητα που εμφανίζεται.
Οι προσανατολισμοί αυτής της πραγματικότητας, επηρεάζουν το σύνολο της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και θα καθορίσουν μέρος των εξελίξεων στο Κυπριακό. Σε μια πρώτη παρατήρηση, το πολιτικό πεδίο στιγματίζεται από την «βίαιη μεταβίβαση» της εξουσίας σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας προς το τουρκικό στοιχείο, με τρόπο μάλιστα που να αλλάζει την μέχρι σήμερα αντίληψη για τον έλεγχο της Τουρκίας. Η αλλαγή στη λειτουργία των οικονομικών δομών, φέρνει σημαντικά ρήγματα στο ιδεολογικό περιβάλλον που πλαισιώνει την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Όπως γίνεται ξεκάθαρο από τα στοιχεία που δημοσιεύονται, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, η τουρκική παρουσία εξοστρακίζει σε καθημερινή βάση την τουρκοκυπριακή. Το τρίπτυχο «νέες δομές-νέα οικονομία-νέα πολιτική», φαίνεται να αποτελεί μια πορεία που επιβάλλεται από την κυβέρνηση Έρντογαν στα κατεχόμενα και που την ίδια όμως στιγμή φέρει μαζί της ξένα προς τους Τουρκοκύπριους στοιχεία. Το χαρακτηριστικότερο από αυτά είναι η ισλαμική θρησκεία, η ενίσχυση της οποίας προκαλεί σοβαρές αντιπαραθέσεις.
«Η Βόρεια Κύπρος είναι μια τουρκική και μουσουλμανική χώρα. Θα πρέπει να είμαστε περήφανοι για αυτές μας τις ιδιαιτερότητες και χωρίς αμφιβολίες να τις προωθούμε. Για παράδειγμα τη στιγμή που η ελληνοκυπριακή πλευρά δείχνει τόση αφοσίωση στους δεσμούς της με την Εκκλησία, θα πρέπει και εμείς να συνειδητοποιήσουμε τις πολιτιστικές μας διαφορές με περισσότερα τζαμιά, με περισσότερη θρησκευτική εκπαίδευση» (Yeni Düzen, 2.2.2012). Τα πιο πάνω δήλωσε ο Έρντογαν σε Τουρκοκύπριους δημοσιογράφους. Δηλώσεις που δίνουν με ξεκάθαρο τρόπο το περιεχόμενο της αλλαγής που βιώνει η Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Μάλιστα η ένταση με την οποία εφαρμόζονται τα μέτρα ενίσχυσης της ισλαμικής παρουσίας στα κατεχόμενα, προκάλεσαν τέτοιες αντιδράσεις που ακόμα και οι εκδηλώσεις για την τουρκική εισβολή επισκιάστηκαν από τις διαμαρτυρίες οργανωμένων συνόλων ενάντια στη δημιουργία της ισλαμικής Θεολογικής Σχολής στην περιοχή της Μιας Μηλιάς.
Η ενίσχυση της ισλαμικής δραστηριότητας στα κατεχόμενα, από τη μια αντικατοπτρίζει την αλλαγή στη σύνθεση του πληθυσμού και την ισχυροποίηση Τούρκων εποίκων. Από την άλλη όμως, είναι μια σχεδιασμένη ιδεολογική παρέμβαση συντηρητικής αλλαγής που συνοδεύει τα θεμέλια του νέου πολιτικού καθεστώτος που οικοδομείται. Στο σημείο αυτό, αναδεικνύεται η δεύτερη σημαντική παρατήρηση για τις εξελίξεις που αφορά τη διαλεκτική σχέση μεταξύ των νέων δομών που οικοδομούνται και του Ισλάμ. Σύμφωνα με το πολιτικό πρόγραμμα που υιοθετεί η τουρκοκυπριακή Δεξιά, οι ανανεωμένες δομές του «κράτους» έχουν ρόλο στην ανάδειξη του Ισλάμ ως συστατικό στοιχείο του πολιτικού πλαισίου. Θα πρέπει να «φυσιολογικοποιήσουν» την ενίσχυση της θρησκείας σε μια ομολογουμένως κοσμική κοινότητα και να συνεργαστούν με νέους πολιτικούς παράγοντες που θα προκύψουν, ούτως ώστε ο ιδεολογικός μετασχηματισμός να γίνει «αναίμακτα». Μέτρα που κινούνται στο πιο πάνω πλαίσιο είναι τα εξής: δημιουργία ισλαμικού κτιριακού συγκροτήματος στη Μια Μηλιά που θα συμπεριλαμβάνει Θεολογική Σχολή, δημιουργία Θεολογικής Σχολής στο πανεπιστήμιο «Εγγύς Ανατολής», μετατροπή του μαθήματος των θρησκευτικών σε υποχρεωτικό, έναρξη κορανικών μαθημάτων και δημιουργία τμήματος αρμόδιου για ισλαμικά-θεολογικά ζητήματα εκπαίδευσης στο «Υπουργείο Παιδείας».
Την ίδια στιγμή που το «κράτος» μπαίνει στην υπηρεσία ενίσχυσης της ισλαμικής θρησκείας, το Ισλάμ μετατρέπεται σε εργαλείο ενίσχυσης χωριστών δομών. Έργα όπως η Θεολογική Σχολή, αποτελούν βήματα εμπέδωσης κράτους. Ο Αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης Μπεσίρ Αταλάϊ, περιγράφοντας τη σημασία ενός τέτοιου έργου στην εκδήλωση κατάθεσης του θεμέλιου λίθου στη Μια Μηλιά τόνισε: «Οι χώρες δε δημιουργούνται εύκολα. Μια χώρα γίνεται μεγάλη με τις υποδομές της, με την επένδυση στους ανθρώπους, αλλά και με την ενίσχυση της κουλτούρας, των εθίμων και της θρησκείας» (Haberdar, 21.7.2012).
Η τρίτη και σημαντικότερη παρατήρηση αφορά την τουρκοκυπριακή αντίδραση. Η προσπάθεια προστασίας του κοσμικού χαρακτήρα της κοινότητας αντικατοπτρίζεται καλύτερα από τους δάσκαλους, καθηγητές και τα προοδευτικά κόμματα. Όμως είναι γεγονός ότι η αντίσταση στον εξισλαμισμό, συγκεντρώνει πλατύτερη υποστήριξη. Οι διαμαρτυρίες των Τουρκοκυπρίων δεν αποτελούν ένα μεμονωμένο περιστατικό που εκδηλώνεται στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης συγκυρίας. Αντιθέτως αποτελούν έκφραση μιας αντιπολίτευσης προς την σημερινή Τουρκία, η οποία εμφανίζεται δυναμικά αναλόγως της οργανωτικής και ιδεολογικής της συγκρότησης. Οι αντιδράσεις των προοδευτικών Τουρκοκυπρίων σε αυτό το θέμα είναι σημαντικές γιατί θέτουν σε προτεραιότητα την προστασία της κυπριακής τους ταυτότητας, γιατί αμφισβητούν το νέο πλαίσιο ηγεμονίας της Τουρκίας. Υπό αυτή την έννοια απονομιμοποιούν τις υφιστάμενες σχέσεις της κοινότητας με την Άγκυρα και συνεπώς βροντοφωνάζουν για τον περιορισμό του ρόλου της Τουρκίας στην ίδια την κυπριακή ιστορία. Οι αντιδράσεις αυτές δεν πρέπει να υποτιμηθούν από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Ούτε θα πρέπει να γίνουν κατανοητές ως μια «εσωτερική τουρκοκυπριακή υπόθεση». Οι διαμαρτυρίες έχουν περιεχόμενο κυπριακής εμβέλειας, αξιολογούνται στο κυπριακό τους περιβάλλον και αποτελούν ένα νέο πεδίο δημιουργικού διαλόγου για την δημοκρατική ανανέωση των σχέσεων των δύο κυπριακών κοινοτήτων. Για όσους βέβαια ενδιαφέρονται…
Γράφει: Νίκος Μούδουρος