Έχω προσέξει ανάμεσα στις τάξεις των συμπολιτών μας μια τάση φόβου ως προς τη μορφή των συνομιλιών. Λογικό το βρίσκω.
Υπάρχει μια μερίδα πολιτικών που από το άνοιγμα των οδοφραγμάτων και έντευθεν έχουν αναπτύξει μια ρητορική που σε κάθε στροφή που παίρνει η πορεία του Κυπριακού εκφοβίζουν τον λαό για δήθεν κινδύνους αναγνώρισης του ψευδοκράτους. Τέτοιο παράδειγμα είναι οι αντιδράσεις που προέκυψαν από την δήλωση του συνωνόματου μου υπουργού Νεοκλή Συλικιώτη ότι «αυτό που προσθέτουμε εμείς ως καινούργιο είναι ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί και ένα ταμείο που, εάν υπάρχουν έσοδα πριν από τη λύση, το μέρος που αναλογεί στους Τουρκοκύπριους να καταβληθεί εκεί». Αν και ετεροχρονισμένα, το θεωρώ άκρως επίκαιρο και εξαιρετική ‘πάσα’ για μια νομική ανάλυση για τη φοβία οποιασδήποτε τριβής με τους Τ/κ.
α) Το διεθνές δίκαιο δεν επιτρέπει την απόσχιση. Αν και υπάρχουν περιπτώσεις απόσχισης (βλέπε πρώην Γιούγκοσλαβία) αυτές έγιναν κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, δηλαδή μετά από εθνοκαθάρσεις. Η Επιτροπή Μπάτιντερ όταν αποφάσιζε τότε, τόνισε πως έστω και αν δεν αναγράφεται πουθενά στο διεθνές δίκαιο συγκεκριμένη απαγόρευση για αποσχίσεις, αυτό καθιστά ενδεικτική την απροθυμία του να το θεσμοθετήσει. Περαιτέρω συμπεράσματα που εξήγαγε η Επιτροπή συμπεριλαμβάνουν το ότι το διεθνές δίκαιο προτιμά να αποφεύγει την αποδοχή αποσχίσεων ως νόμιμες λόγω του κινδύνου που υπάρχει να δημιουργηθεί νομικό προηγούμενο. Δημιουργόντας ένα τέτοιο προηγούμενο, σοφά οι εμπειρογνώμονες εν προκειμένω διέγνωσαν πως θα ανοίξουν τους ασκούς του Αιόλου όσον αφορά την νομική υπόσταση της κρατικής κυριαρχίας. Θα καθίστατο νομοτελής η απόσχιση οντότητων από νόμιμα κράτη και άρα θα αποτελούσε βαθιά πληγή στην έννοια της κρατικής υπόστασης. Είναι ενδεικτικό ότι μέχρι και σήμερα τα πιο πάνω ισχύουν και το διεθνές δίκαιο εξακολουθεί να αγνοεί την απόσχιση ως νομοτελή πράξη. Εν τέλη, μια τέτοια εξέλιξη θα ισούτω με την αποδυνάμωση της κρατικής κυριαρχίας, θέμα το οποίο θα δούμε σε μελλοντικά σημειώματα.
β) Για να φτάσει μια οντότητα έστω και κοντά σε αναγνώριση πρέπει να πληρεί κάποια κριτήρια όπως καθορίστηκε και εξακολουθεί να ακολουθείτε από τη Σύμβαση του Μοντεβιδέο 1933. Αυτα τα κριτήρια αποτελούν ο μόνιμος πλυθησμός, καθορισμένα εδάφη, λειτουργική κυβέρνηση και τη δυνατότητα σύναψης διπλωματικών σχέσεων. Το ψευδοκράτος όπως καταλάβατε δεν πληρεί αυτά τα κριτήρια καθώς κατά πρώτο δεν έχει τη δυνατότητα να συνάψει διπλωματικές σχέσεις αν και ο όποιος κρατικός μηχανισμός που διαθέτει σίγουρα έχει τα εχέγγυα να το κάνει, η έλλειψη αναγνώρισης όμως το αποτρέπει αυτό. Κατά δεύτερο, το εθιμοτυπικό (customary) διεθνές δίκαιο υπαγορεύει ότι η ύπαρξη κυβέρνησης προϋποθέτει την ανεξαρτησία και λειτουργικότητα αυτής. Βάση των δύο θεωρίων περί δημιουργίας και αναγνώρισης κρατών το ψευδοκράτος δεν μπορεί να υπάρξει επ’ ουδενί λόγο στην παρούσα του μορφή. Η μία θεωρία (declaratory theory) τονίζει πως μια οντότητα είναι κράτος μόνο όταν πληρεί τα πιο πάνω κριτήρια, απλά και λιτά. Η άλλη θεωρία (constitutive theory) τονίζει πως ανεξαρτήτου κριτηρίων, μια οντότητα θεωρείτε κράτος όταν τυγχάνει ολικής αναγνώρισης από την διεθνή κοινότητα, δηλαδή τα υπόλοιπα κράτη, διότη μόνο τότε μπορεί να θεωρηθεί ενεργό υποκείμενο του διεθνούς δικαίου. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι το ψευδοκράτος ούτε αναγνωρίζεται, ούτε μπορεί, ενώ ούτε και πληρεί τα κριτηρία κρατικής οντότητας στα πλαίσια του διαθνούς δικαίου.
γ) Ο λόγος για τον οποίο το ψευδοκράτος ή απόσχιση αυτού από την Κυπριακή Δημοκρατία δεν αναγνωρίζετε και δεν πρόκειτε να αναγνωριστεί από την διεθνή κοινότητα παρά μόνο αν η ε/κ πλευρά δώσει αυτό το δικαίωμα, είναι το λεγόμενο jus cogens. Ο λατινικός αυτός όρος τονίζει ότι υπάρχουν κανόνες του διεθνούς δικαίου οι οποίοι έχουν την μορφή ανωτέρου νόμου, όπως το συνταγματικό δίκαιο επισκιάζει όλα τα άλλα παρακλάδια του νόμου εντός μια εθνικής επικράτειας. Είναι δεδομένο ότι η χρήση βίας από κράτος σε κράτος απαγορεύεται ρητά απο τό διεθνές δίκαιο (άρθρο 2(4) του Καταστατικού Χάρτη ΟΗΕ), με κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις (άρθρο 51 πχ). Οι όποιες εξαιρέσεις δεν συγκαταλέγονται στο δικαιολογητικό της Τουρκίας (βλ. δημοσιεύσεις από το Ινστιτούτο Εξωτερικής Πολιτικής της Άγκυρας) για την εισβολή του 1974 ενώ ούτε κατάφερε η Τούρκικη προπαγάνδα να πείσει για τη νομιμότητα της εισβολής. Συνεπάγεται τότε, ότι η αναγνώριση ή απόσχιση του ψευδοκράτους από την Κυπριακή Δημοκρατία θα αποτελούσε και αναγνώριση ότι η Τουρκία παραβίασε ένα από τα κυριότερα jus cogens που διέπουν το διεθνές δίκαιο. Εξού και το γεγονός ότι δεν αναγνωρίσθει ποτέ το ψευδοκράτος για λόγους που δεν είναι του παρόντως σημειώματος εκτός και αν το διεθνές δίκαιο, με τη ρευστότητα που το διακατέχει, αλλάξει άρδην. Η αναγνώριση του ψευδοκράτους από την διεθνή κοινότητα θα έχει δύο πτυχές υπό τα πιο πάνω δεδομένα. Κατά πρώτον, η αναγνώριση ως νομοτελούς μιας οντότητας της οποίας η ύπαρξη είναι αποτέλεσμα έκνομης βίας από τρίτο κράτος εγκαθιδρύει ένα επικίνδυνο νομικό προηγούμενο το οποίο αμφιβάλλω αν οι μεγάλοι παίχτες της διεθνούς πολιτικής σκακιέρας είναι διατεθημένοι να υπερασπιστούν ανάλογα. Κατά δεύτερο, μια τέτοια αναγνώριση προϋποθέτει την καταστρατήγηση του διεθνούς δικαίου. Αυτόματα, αυτό θα σήμαινε ότι η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να πείσει, πρώτα τον εαυτό της, ότι η ανά τις δεκαετίες στάση απόρριψης της οποιασδήποτε νομιμότητας της Τουρκικής εισβολής από τότε μέχρι σήμερα ήταν λανθασμένη. Μπορεί λοιπόν το διεθνές δίκαιο να είναι κάτι το ρευστό, εντούτοις, σε θέματα που άπτονται τόσο αυστηρής επιτήρησης όπως είναι η χρήση βίας, περιέχει της κατάλληλες δικλείδες που αποτρέπουν αυτή τη ρευστότητα από το να τύχει τέτοιου βαθμού εκμετάλλευσης..
δ) Βάση των πιο πάνω, πράξεις ή προτάσεις όπως αυτές του Συλικιώτη δεν μπορούν να αποτελέσουν αφορμή αναγνώρισης του ψευδοκράτους ούτε αλλάζουν το status quo. Ειδικά όσον αφορά του τι εστί δύο κοινότητες στην Κύπρο. Τονίζω το πιο πάνω, καθώς ακολουθεί τα τεκταινόμενα από το 1960, που αναγνώριζαν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία αποτελείτε από δύο κοινότητες. Έτσι, από τη στιγμή που η διεθνής κοινότητα και το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζουν ότι αυτή αποτελεί το μοναδικό νόμιμο κράτος του νησιού πρέπει και να δρα και ως τέτοιο και η πρόταση Συλικιώτη απλώς κινήθηκε σε αυτά τα πλαίσια. Από τη στιγμή δε, που και η Τ/κ κοινότητα συνείσφερε ένα μερίδιο χρυσού για τη δημιουργία αποθέματος, σαν κοινότητα έχουν κάθε δικαίωμα μεριδίου από το ΦΑ. Το ότι η ε/κ πλευρά με δική της πρωτοβουλία ίσως διαχειριστεί και διαφυλάξει το μερίδιο που αναλογεί στην Τ/κ κοινότητα δείχνει περίτρανα ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι και έμπρακτα ο νόμιμος και μοναδικός αντιπρόσωπος των ε/κ και τ/κ, δρώντας και αποφασίζοντας ανεξάρτητα για το καλό όλων των νόμιμων πολιτών του νόμιμου κράτους της νήσου όντας καθαρά τέτοιο.
Προτάσεις σαν αυτή του Συλικιώτη αποδυναμώνουν την προσπάθεια της Τουρκίας να αποδείξει ότι ενεργά σαν προστάτης της νόμιμης Τ/κ κοινότητας και κατ’ ουδένα λόγο δεν προμηνύει κινδύνους αναγνώρισης του ψευδοκράτους. Αυτό διαφαίνεται μέχρις ενός σημείου και στα λόγια του Μουσταφά Ακκιντζί όπου αποποιείται της σχέσης ‘μανας και κόρης’ μεταξύ Τουρκίας και Τ/κ, αποστασιοποιώντας τη θέση του από την ρητορική που ακολουθείται ιστορικά από τους προκάτοχούς του.
Όποταν φίλοι μου, παρά να βλέπουμε παντού εχθρούς που θέλουν να μας κατασπαράξουν, ας αναλογιστούμε και λίγο τις δικές μας ευθήνες. Ας ενημερωθούμε σωστά ακόμα και σε αυτά τα βαρετά, νομικά στοιχεία που άπτονται του Κυπριακού ζητήματος και τις προσπάθειες επίλυσης του. Άλλωστε οφείλουμε να το πράττουμε ως ενεργοί και υπεύθυνοι πολίτες και έτσι, ίσως αποφύγουμε τα λάθη του παρελθόντος.
Γράφει: Νεοκλής Νεοκλέους