Ο θεσμός της ενισχυτικής διδασκαλίας στη Δημοτική Εκπαίδευση ξεκίνησε τη σχολική χρονιά 2002-2003 με σκοπό τη στήριξη των μαθητών της Δ΄, Ε΄ και Στ΄ τάξης Δημοτικού που παρουσιάζουν σοβαρές μαθησιακές δυσκολίες και δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες της Ειδικής Εκπαίδευσης ή των αλλόγλωσσων μαθητών.
Από τη σχολική χρονιά 2006-2007 ο θεσμός επεκτάθηκε και στη Β΄ και Γ΄ τάξη του Δημοτικού. Μετά από έρευνα του ΚΕΕΑ (2009), διαπιστώθηκαν κάποιες αδυναμίες και ελλείψεις του θεσμού, όμως οι στάσεις και οι απόψεις των άμεσα εμπλεκομένων, των εκπαιδευτικών, ήταν θετικές ως προς την αποτελεσματικότητά του. Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, τον Αύγουστο του 2010, έδωσε κατευθυντήριες γραμμές στις σχολικές μονάδες για καλύτερη εφαρμογή του θεσμού της ενισχυτικής διδασκαλίας. Η σημαντικότερη ίσως οδηγία ήταν πως οι μαθητές που τυγχάνουν ενισχυτικής διδασκαλίας θα πρέπει να στηρίζονται από τους εκπαιδευτικούς των τάξεων, οι οποίοι γνωρίζουν και καλύτερα τις ανάγκες τους.
Παρόλα αυτά, το 2011, με την εφαρμογή του Νέου Ωρολογίου Προγράμματος, καταργήθηκε η ενισχυτική διδασκαλία σε παιδιά που παρουσίαζαν σοβαρές μαθησιακές δυσκολίες και δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες της Ειδικής Εκπαίδευσης ή των αλλόγλωσσων μαθητών. Σαν αντισταθμιστικό μέτρο για τον τερματισμό της ενισχυτικής διδασκαλίας, εφαρμόστηκε το μάθημα της Εμπέδωσης και ο θεσμός του υπεύθυνου τμήματος. Με το μάθημα της Εμπέδωσης, «τα παιδιά που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, όσο και αυτά που μπορούν να προχωρήσουν ένα βήμα παραπάνω, θα τυγχάνουν επιπλέον στήριξης και ενίσχυσης από τον/την εκπαιδευτικό της τάξης». Ταυτόχρονα, το ΥΠΠ, λαμβάνοντας υπόψη του την άμεση συσχέτιση παραβατικότητας και επίδοσης, εφάρμοσε τον θεσμό του υπεύθυνου τμήματος, όπου ανάμεσα σε άλλα καθήκοντα, ο εκπαιδευτικός: «Εφαρμόζει τακτικές επίλυσης προβλημάτων παραβατικότητας και πρόληψης της βίας». Ένας θεσμός ο οποίος κατά τη φετινή σχολική χρονιά έπρεπε ήδη να βρίσκεται στην πλήρη εφαρμογή του. Παρά τη ραγδαία επιδείνωση της παραβατικότητας, την αύξηση των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων και τις αυξημένες ανάγκες των μαθητών για συναισθηματική στήριξη, αυτή τη στιγμή τα μοναδικά παιδιά που τυγχάνουν πλήρης στήριξης από τον υπεύθυνο τμήματος, είναι της πρώτης δημοτικού.
Το έργο της επιτροπής για τα ωρολόγια προγράμματα έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, και είναι ορατό πλέον το ενδεχόμενο κατάργησης του μαθήματος της Εμπέδωσης στη Δημοτική Εκπαίδευση. Με την ενδεχόμενη κατάργηση του μαθήματος και την ημιτελή εφαρμογή του θεσμού του υπεύθυνου τμήματος που υφίσταται, οι μαθητές δεν θα έχουν τη στήριξη που χρειάζονται, τόσο σε μαθησιακό, όσο και σε συναισθηματικό επίπεδο.
Ας κοιτάξουμε λίγο τι ισχύει σε ένα από τα καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα του κόσμου: Η Φινλανδία έχει αναπτύξει ένα πολύ αποτελεσματικό σύστημα παρέμβασης για εξατομικευμένη στήριξη των μαθητών στα σχολεία. Στα σχολεία υπάρχει ένας περίπου εκπαιδευτικός ειδικής εκπαίδευσης για κάθε επτά εκπαιδευτικούς τάξης. Οι εκπαιδευτικοί της ειδικής εκπαίδευσης παρέχουν εξατομικευμένη διδασκαλία ή διδασκαλία σε μικρές ομάδες σε μαθητές που υστερούν ή κινδυνεύουν να υστερήσουν σε σχέση με τους συμμαθητές τους. Στηρίζουν περίπου 30% του μαθητικού πληθυσμού κάθε χρόνο. Αυτοί οι εκπαιδευτικοί βοηθούν τα παιδιά κυρίως στο μάθημα των Φινλανδικών και των Μαθηματικών, και περνούν από ένα επιπρόσθετο χρόνο κατάρτισης για να μπορούν να ανταπεξέλθουν σε αυτόν τον ρόλο. Η ειδική εκπαίδευση στην Φινλανδία δεν είναι πλέον στιγματισμένη, αφού ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των μαθητών στηρίζεται, και σε αρκετές περιπτώσεις λαμβάνουν επιπρόσθετη στήριξη και οι ικανότεροι μαθητές. Με γρήγορες, άμεσες και εξατομικευμένες παρεμβάσεις, στα αρχικά στάδια των μαθησιακών δυσκολιών, η Φινλανδία αποτρέπει την μακροπρόθεσμη σχολική αποτυχία.
Το ΥΠΠ, σε περίπτωση που αποφασίσει να καταργήσει το μάθημα της Εμπέδωσης, οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψη του την αναγκαιότητα στήριξης των μαθητών που το χρειάζονται, σε ατομικό επίπεδο ή σε επίπεδο μικρών ομάδων. Ο οποιοσδήποτε θεσμός εφαρμοστεί για την στήριξη των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες, πρέπει να: α. Συνοδεύεται από ξεκάθαρες οδηγίες εφαρμογής, β. Να αντιμετωπισθεί με σοβαρότητα από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και γ. Να αξιοποιήσει θετικά στοιχεία θεσμών και πρακτικών που εφαρμόστηκαν στο δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα στο παρελθόν και που εφαρμόζονται σήμερα με επιτυχία σε άλλα εκπαιδευτικά συστήματα.
Γράφει: Λεωνίδας Χατζηλοΐζου