Home Αντώνης Πολυδώρου Υπάρχει ζωή μετά το ευρώ; Του Αντώνη Πολυδώρου

Υπάρχει ζωή μετά το ευρώ; Του Αντώνη Πολυδώρου

euroantonn

 


Aκόμη και αν η Ελλάδα εγκαταλείψει την ευρωζώνη θα πρέπει να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις. Διότι το πρόβλημά έγκειται στην απουσία παραγωγής και αυτό δεν λύνεται με υποτιμήσεις όπως έδειξε καθαρά η δεκαετία του ’80. Μπορεί το πολιτικό σύστημα, εκτός ευρώ, να προχωρήσει με αναδιαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που δεν μπορεί να κάνει εντός, σ’ένα αυστηρό πλαίσιο νομισματικής πειθαρχίας, με τόση επιτήρηση, πολιτικούς εκβιασμούς αλλά και χρηματοδοτικές ευκαιρίες;

Όλο το τελευταίο διάστημα, με αφορμή και το δημοψήφισμα, βλέπουμε να καλλιεργείται εντέχνως από κύκλους και εδώ στην Κύπρο- αξιοποιώντας και τη δυσαρέσκεια του κόσμου αλλά και την ανυπαρξία συγκεκριμένου σχεδίου εξόδου από την κρίση- ένα κλίμα υπέρ της εγκατάλειψης του ευρώ. Χωρίς να αναζητούνται οι αιτίες που η Ελλάδα οδηγήθηκε στη πτώχευση, πολύ περισσότερο χωρίς να εξετάζονται εάν οι αιτίες αυτές θα πάψουν να υπάρχουν εφόσον η χώρα βγει από την ευρωζώνη, παρουσιάζουν την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα ως την απάντηση στα σημερινά αδιέξοδα. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη επιχειρηματολογία, κάτι τέτοιο θα τόνωνε τις εξαγωγές και τις ξένες επενδύσεις, θα απάλλασσε τη χώρα από ένα δυσβάστακτο χρέος και θα την έβαζε σε πορεία ανάπτυξης όπως την Αργεντινή. Έτσι κι αλλιώς «η Ελλάδα δεν έχει πλέον τίποτε να χάσει». Ή όπως μου είπε ένας φίλος «ζωή υπάρχει και μετά το ευρώ».

Κατ’ αρχήν όποια σύγκριση μεταξύ Ελλάδας και Αργεντινής είναι τουλάχιστον άστοχη. H Αργεντινή, στη χειρότερη περίοδο της δεκαετίας του 2000 είχε εμπορικό πλεόνασμα, ενώ η Ελλάδα έχει ένα υπερμεγέθους εμπορικό έλλειμμα. Με μια βιομηχανία που δεν μπορεί καν να στηρίξει τις ανάγκες της χώρας και η οποία βασίζεται σε απόλυτο βαθμό σχεδόν για κάλυψη των αναγκών της σε εισαγωγές, έξοδος από το ευρώ θα οδηγούσε (λόγω διολίσθησης της δραχμής) σε αύξηση του κόστους απαραίτητων για τη λειτουργία της οικονομίας προϊόντων, π.χ. η ενέργεια, φέρνοντας αλυσιδωτές αυξήσεις στην υπόλοιπη οικονομία. Την ίδια στιγμή είναι ιδιαίτερα αμφίβολο ότι η Ελλάδα θα μπορούσε εκτός ευρωζώνης (πιο εύκολα) να προσελκύσει επενδύσεις από το εξωτερικό. Διότι οι ξένες επενδύσεις προϋποθέτουν σταθερή οικονομία, σταθερή πολιτική κατάσταση και ένα νόμισμα χωρίς μεγάλες διακυμάνσεις ώστε να μπορεί ο επενδυτής να προγραμματίσει μακροπρόθεσμα την επένδυση του. Ποιος θα εγγυόταν τη σταθερότητα της δραχμής μετά την υποτίμηση;

Σαφώς παραπλανητικό είναι και επιχείρημα ότι η Ελλάδα θα πληρώσει αν θέλει και όποτε θέλει. Είτε εντός είτε εκτός ευρωζώνης θα πρέπει να αποπληρώσει το χρέος της (απλά εκτός ευρωζώνης αυτομάτως θα αυξηθεί λόγω της υποτίμησης). Όχι μόνο γιατί αυτό επιβάλλει το «Δίκαιο των συνθηκών» αλλά και διότι αν δεν το κάνει θα αποκοπεί απ’ όλα τα διεθνή χρεοπιστωτικά μέσα και δεν θα μπορεί να δανειστεί ούτε να συναλλάσσεται με το εξωτερικό, αφού κανείς δεν θα εμπιστεύεται τη δραχμή σαν νόμισμα πληρωμών.

Ακόμη κι αν επακολουθούσε μια μερική αναδιάρθρωση του χρέους, αυτή θα συνοδευόταν από ένα πακέτο διάσωσης (μόνο από το ΔΝΤ αυτή τη φορά) με πολύ επαχθή μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής.

Η δε αντίληψη πως «δεν γίνεται χειρότερα» είναι αφελής αφού πέραν όλων των άλλων αγνοεί πως, χωρίς προηγούμενο εξόδου από την ευρωζώνη, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει που είναι ο πάτος. Αν και οι εκτιμήσεις Βαρουφάκη δείχνουν λογικές: «Η έξοδος από το ευρώ θα μας έστελνε στην νεολιθική εποχή πριν καλά-καλά το καταλάβουμε…. Σε είκοσι λεπτά θα είχαν στεγνώσει τα ΑΤΜ και μετά από μια ώρα οι τράπεζες θα κατέβαζαν τα ρολά. Η οικονομία θα κατέρρεε. Η ΕΚΤ θα απέσυρε την υποστήριξη των τραπεζών και έτσι εκείνες δεν θα ξανα-άνοιγαν τις πόρτες τους. Μέχρι το κράτος να παράξει το νέο νόμισμα (θα χρειάζονταν βδομάδες), η χώρα θα είχε βυθιστεί στο απόλυτο σκότος. Χωρίς πρόσβαση στις χρηματαγορές, στο απεχθές ΔΝΤ, στην ανεκδιήγητη ΕΕ, το ρολόι θα γύρναγε πίσω πολλές δεκαετίες. Η φτώχεια θα εισέβαλε στο 80% των νοικοκυριών. Κάποια στιγμή θα ξαναβρίσκαμε μια κάποια ισορροπία αλλά τίποτα δεν μου εγγυάται ότι η ισορροπία αυτή θα ήταν καλύτερη από τη σημερινή… η συντριπτική πλειοψηφία θα καταριόταν την ώρα που κηρύχθηκε η μετα-Μνημονιακή στάση πληρωμών.» (από άρθρο του Debtocracy: Γιατί δεν υπέγραψα, Απρίλιος 2011). Με δεδομένη τη ραγδαία υποτίμηση της δραχμής που θα μείωνε σε λίγα μόνο λεπτά στο μισό τους μισθούς του μέσου πολίτη, και μαζί με τον πληθωρισμό θα μηδένιζε σχεδόν την αγοραστική δύναμη και το βιοτικό του επίπεδο, τη συρρίκνωση στα 2/3 περίπου του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε σύγκριση με το ήδη χαμηλό σημερινό, την εκτόξευση των επιτοκίων δανεισμού (σε μια προσπάθεια τιθάσευσης του πληθωρισμού) που θα καθιστούσε απαγορευτική την άντληση κεφαλαίων οδηγώντας μεγάλο αριθμό εταιριών στην πτώχευση, η άποψη «η Ελλάδα δεν έχει κάτι να χάσει» τουλάχιστον αμφισβητείται.

Επιπλέον, νομικά θα ήταν πολύ δύσκολη μονομερής αποχώρηση από το ενιαίο νόμισμα χωρίς την ταυτόχρονη αποχώρηση από την ΕΕ αφού τα μέτρα που θα έπρεπε να είχαν ληφθεί για θωράκιση της οικονομίας, όπως σοβαροί περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων και συνοριακοί έλεγχοι, έρχονται σε σύγκρουση με το κοινοτικό κεκτημένο και σημαντικές συμφωνίες όπως αυτή του Schengen. Ακόμα όμως κι αν με κάποιο τρόπο η Ελλάδα κατάφερνε- έστω και μετά την έξοδο της από την ευρωζώνη- να παραμείνει στην ΕΕ, κάτι τέτοιο θα την έθετε στο περιθώριο της. Διότι το ευρώ δεν είναι απλώς ένα νόμισμα, αλλά διαβατήριο συμμετοχής στον ευρωπαϊκό πυρήνα.

Είναι γεγονός ότι η απροθυμία των ευρωπαϊκών θεσμών να υιοθετήσουν μια ελαστικότερη νομισματική πολιτική δημιουργεί συνθήκες στραγγαλισμού για την Ελλάδα. Σ’ ένα πρόγραμμα που δείχνει να μην δουλεύει. Η άποψη όμως ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει, αγνοεί την ιστορική πορεία της Ευρώπης αλλά και το ότι τα γεγονότα αποφασίζουν σε τελευταίο βαθμό για την πολιτική. Παραμένοντας στην ευρωζώνη η Ελλάδα διατηρεί την ελπίδα ότι θα έχει την ευκαιρία να αξιοποιήσει μελλοντικές αναπτυξιακές πολιτικές και να διαπραγματευτεί ελαφρύνσεις που έδειξε διάθεση να προσφέρει η Ευρώπη προεκλογικά. Ευκαιρία που δεν θα έχει εκτός ευρώ.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που δεν συζητά κανείς. Aκόμη και αν η Ελλάδα εγκαταλείψει την ευρωζώνη θα πρέπει να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα. Διότι, πέραν των όποιων επιχειρημάτων υπέρ ή κατά, το πρόβλημά έγκειται στην απουσία παραγωγής και αυτό δεν λύνεται με υποτιμήσεις όπως έδειξε καθαρά η δεκαετία του ’80. Μάλιστα, εκτός ευρωζώνης, χωρίς πρόσβαση στα κοινοτικά ταμεία και τις αγορές, αυτές καθίστανται πιο αναγκαίες αλλά και σκληρές, αφού μόνη διέξοδο θα αποτελεί η εσωτερική χρηματοδότηση μέσω του ριζικού περιορισμού των εισοδημάτων.

Μπορεί το πολιτικό σύστημα της χώρας εκτός ευρώ να προχωρήσει με αναδιαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις: να μειώσει το κράτος, να απελευθερώσει την αγορά., να θεραπεύσει τις δομές που παράγουν τα ελλείμματα, να ενισχύσει την παιδεία, την καινοτομία, τις εξωστρεφείς επιχειρήσεις που παράγουν προϊόντα με υψηλή προστιθέμενη αξία; Να κάνει δηλ. όλα αυτά που δεν μπορεί εντός ευρώ, σ’ένα αυστηρό πλαίσιο νομισματικής πειθαρχίας, με τόση επιτήρηση, πολιτικούς εκβιασμούς αλλά και χρηματοδοτικές ευκαιρίες; Όταν μάλιστα πάντα θα υπάρχει η προσωρινή διέξοδος μιας υποτίμησης;

Μπορούν όλοι αυτοί που με την πολιτική ανεπάρκεια και φαυλότητα τους οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή κατάσταση, που ακόμα και τώρα σπεύδουν να κάνουν τα πάντα ώστε να μην αλλάξει τίποτε, να κτίσουν από την αρχή μια οικονομική και νομισματική πολιτική που θα βασίζεται στη λογική; Διότι το ερώτημα δεν είναι μόνο αν υπάρχει ζωή μετά το ευρώ αλλά και ποιος θα τη φέρει.

Δημοσιεύτηκε και στον Πολίτη της Κυριακής

Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου