Είναι ξεκάθαρο ότι ο Χρύσης Παντελίδης αδυνατεί να απαλλαγεί από τα σύνδρομα της πενταετίας Παπαδόπουλου. Όταν κατηγορούσε τους διαφωνούντες ότι χρηματίζονταν, χαρακτήριζε 1 στους 4 πολίτες της χώρας της οποίας ηγείτο «νενέκους» και οι πολιτικοί αντίπαλοι ξαναγίνονταν ξενοκίνητοι, πουλημένοι και προδότες. H αντίδραση του ήταν ό,τι πιο κοντινό σε εκείνη την πενταετία. Και ήρθε να υπενθυμίσει στον καθένα πως τέτοιες νοοτροπίες και συμπεριφορές δεν αποτελούν μακρινό παρελθόν.
Σε άρθρο του στον «Φ» με τίτλο «Ντροπή σας, κύριε Βασιλείου», ο Χρύσης Παντελίδης κατηγορεί τον τέως πρόεδρο για πολιτική δειλία, κακεντρέχεια και συκοφάντηση του Τάσσου Παπαδόπουλου, καθώς και για έλλειψη σεβασμού προς τη πλειοψηφία αφού θεωρεί το «Όχι» του 2004 καταστροφικό. Για να πείσει για τα γραφόμενα του απαριθμεί σειρά δημόσιων τοποθετήσεων του, όπως: «ο Τάσσος παρέσυρε τον κόσμο», «όταν έχεις έναν Πρόεδρο που βγαίνει στην τηλεόραση και κλαίει…», «ο Τάσσος κορόιδεψε τους Ευρωπαίους», «Το ότι είπαμε “όχι” βοήθησε την ε/κ πλευρά; Όχι», «η λέξη ομοσπονδία έκανε τον Τάσσο να βγάζει σπυράκια…», ενώ προχωρεί και σε μια προσωπική επίθεση, η οποία αγγίζει και το επίπεδο των Ελληνικών του.
Δεν θεωρώ πως υπάρχει λόγος κάποιος να σχολιάσει τα όσα «γνωστά» και πληκτικά επαναλαμβανόμενα, παραθέτει ως «κληρονομιά» της διακυβέρνησης Βασιλείου»: Το ότι έσπευσε «να διαπραγματευτεί προσωπικά με τον Ντενκτάς… δημιουργώντας ολέθρια ζημιά, που μας κατατρέχει ως σήμερα» ή «τις υποχωρήσεις που έκανε και οι οποίες συγκεντρώθηκαν στις περιβόητες Ιδέες Γκάλι… (που αποτέλεσαν) προπομπό του διχοτομικού Σχεδίου Ανάν.» Αν και το γεγονός ότι χαρακτηρίζει ολέθριες τις συνομιλίες (μετά από δεκαετίες εκ του σύνεγγυς που δημιούργησαν δεδομένα που δύσκολα πλέον ανατρέπονται) εξηγεί και τη διαχρονική στάση τους, επιβεβαιώνει και τους πραγματικούς τους στόχους. Ούτε, όσο κι αν ο πειρασμός είναι μεγάλος, το «πάντα απών, ασχολούμενος αποκλειστικά με τον πλουτισμό», που καταλογίζει στο Βασιλείου. Είμαι βέβαιος ότι όπως και ο Νικόλας Παπαδόπουλος, έτσι και ο Χρύσης Παντελίδης βρισκόταν στο εξωτερικό για σπουδές όταν η Κύπρος βίωνε τον πλουτισμό μέσω Μιλόσεβιτς.
Είναι όμως δύσκολο κάποιος να μην διερωτηθεί τι από τα όσα παραθέτει ως αναφορές του Γιώργου Βασιλείου αποτελούν κακεντρέχειες ή συκοφαντίες. Δεν έκλαψε ο Τάσσος Παπαδόπουλος κατά τη διάρκεια του διαγγέλματος; Δεν υπήρξε πολέμιος της Ομοσπονδίας; Δεν είναι ο δικός του ΥΠΕΞ που αποκάλυψε πως κοροϊδεψαν τους Ευρωπαίους και τον κόσμο; Ότι παρά τα όσα έλεγαν, οι διαπραγματεύσεις ποτέ δεν είχαν ως στόχο την κατάληξη αλλά απλά να εξυπηρετηθεί ο στόχος της ένταξης; Όπως είναι αδύνατον να μην διερωτηθεί γιατί ο Τάσσος Παπαδόπουλος όχι μόνο δέχθηκε να διαπραγματευτεί ένα «διχοτομικό» (σύμφωνα με τον Χρύση Παντελίδη) σχέδιο, αλλά ο ίδιος ζήτησε επανέναρξη των συνομιλιών στη βάση του, αποδέχθηκε επιδιαιτησία για τις διάφορες πρόνοιες του, και- με την συμφωνία της 8ης Ιουλίου- επαναβεβαίωσε 2 χρόνια αργότερα τις κύριες πτυχές του; Αν στο Βασιλείου χρεώνει το ότι έπεφτε «συνεχώς στις παγίδες του παμπόνηρου Ντενκτάς και τις τρικλοποδιές των Αγγλοαμερικανών» με αποτέλεσμα να επιδίδεται «σε επικίνδυνες υποχωρήσεις», τι θα μπορούσε να χρεώσει κάποιος στον Παπαδόπουλο για όλα τα πιο πάνω με λιγότερο «πονηρούς» διαπραγματευτές;
Η ουσία, όμως, δεν βρίσκεται στα όσα αντιφατικά υπάρχουν στο συγκεκριμένο άρθρο αλλά στα όσα γράφει και δείχνουν πως ο Χρύσης Παντελίδης (όπως και ο υπόλοιπος περίγυρος του Τάσσου Παπαδόπουλου) αντιλαμβάνεται τη Δημοκρατία:
-Χαρακτηρίζει πολιτικά δειλό τον Γιώργο Βασιλείου και τον κατηγορεί για ύβρη, επειδή κρίνει τον Τάσσο Παπαδόπουλο, ενώ αυτός «δεν μπορεί να απαντήσει». Από πότε όμως η κρίση πολιτικών προσώπων, της πορείας και των επιλογών τους αποτελεί πράξη πολιτικής δειλίας και ύβρη; Από πότε η κριτική περιορίζεται για όσο βρίσκονται στη ζωή; Αν αυτό ισχύει, οφείλει να ενημερώσει τους απανταχού αναλυτές και ιστορικούς. Επειδή δεν νομίζω ότι το γνωρίζουν.
-Τον κατηγορεί για έλλειψη σεβασμού προς την πλειοψηφία επειδή «εξακολουθεί να είναι φανατικός υποστηριχτής του Σχεδίου Ανάν», παρά την απόρριψη του από το 76% του κυπριακού ελληνισμού. Που διάβασε ο Χρύσης Παντελίδης ότι η μειοψηφία δεν έχει δικαίωμα στην άποψη; Πως όταν η άποψη κάποιου δεν είναι πλειοψηφική, είναι απαραίτητα και λανθασμένη, ή πως δεν δικαιούται να την εκφράζει;
-Είναι δικαίωμα του κ. Βασιλείου, γράφει, «να από-απενεχοποιεί την Τουρκία. Όχι όμως «να το επιβάλει αυτό σε όλους». Ακόμα κι αν κάποιος δεχθεί αυτό τον εκπληκτικό συλλογισμό ότι η όποια διαφωνία στο εσωτερικό ισοδυναμεί με από-ενοχοποίηση της Τουρκίας, πως όποιος διαφωνεί με όσα εκφράζει ο Τάσσος Παπαδόπουλος είναι υπονομευτής των συμφερόντων της χώρας, σε ποια Δημοκρατία η έκφραση άποψης είναι και προσπάθεια επιβολής;
Είναι ξεκάθαρο ότι ο Χρύσης Παντελίδης αδυνατεί να απαλλαγεί από τα σύνδρομα της πενταετίας Παπαδόπουλου. Μιας θλιβερής πενταετίας- ό,τι πιο κοντινό έζησε η Κύπρος στην περίοδο Μακαρίου και τη λογική του «Εγώ είμαι η Κύπρος»- που είχε θέσει ξανά σε αμφιβολία το θεωρητικά δεδομένο μέχρι τότε δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση, τη διαφωνία, την κριτική. Όταν ο Τάσσος Παπαδόπουλος κατηγορούσε τους διαφωνούντες ότι χρηματίζονταν, χαρακτήριζε 1 στους 4 πολίτες της χώρας της οποίας ηγείτο «Νενέκους» και οι πολιτικοί αντίπαλοι ξαναγίνονταν ξενοκίνητοι, πουλημένοι και προδότες.
Μπορεί να μην έφτασε στο σημείο να προβάλει τη διαφωνία ως απόδειξη χρηματισμού (δεν διαθέτει ούτε και την πολιτική επιρροή να το πράξει), η αντίδραση του όμως- αυτή η έπαρση, η αυταρέσκεια, η γεμάτη εμπάθεια προσωπική επίθεση, η αντίληψη του για τη μειοψηφία, η ταύτιση της κριτικής με την ύβρη- ήταν ό,τι πιο κοντινό σε εκείνη την πενταετία. Και ήρθε να υπενθυμίσει στον καθένα πως τέτοιες νοοτροπίες και συμπεριφορές δεν αποτελούν μακρινό παρελθόν. Αλλά κυρίως να υπενθυμίσει γιατί η χώρα αυτή δεν αντέχει άλλους εθνάρχες. Και γιατί ο κόσμος οφείλει στον εαυτό του κάτι πολύ καλύτερο.
Δημοσιεύτηκε και στον Πολίτη της Κυριακής
Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου