Στην μεγαλόνησο, τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μια άνευ προηγουμένου δραστηριότητα η οποία δειλά-δειλά αισιοδοξεί να τοποθετήσει την Κύπρο σε ένα καλλιτεχνικό χάρτη, πολύ πέραν των λιλιπούτιων εγχώριων συνόρων της.
Μεταξύ άλλων, αξιέπαινες είναι οι προσπάθειες των cheapartevents που πλέον έχουν γίνει θεσμός, και η πολύ πρόσφατη όμορφη, φιλόδοξη πρωτοβουλία της LarnacaBiennale 2018. H κινητικότητα όμως αυτή, δυστυχώς, βρίσκεται σε πλήρη αντιδιαστολή με τον τρόπο που η επίσημη πολιτεία επιμένει να αντιλαμβάνεται την ευρύτερη έννοια της τέχνης και την επίδρασή της στο μέσο πολίτη. Η επίσημη πολιτεία και συγκεκριμένα το Υπουργείο Παιδείας, σε ένα άνευ προηγουμένου πισωγύρισμα, φαίνεται ότι προκρίνει μια μονοδιάστατη ελληνοκεντρική θεοκρατική παιδεία σε βάρος των καλών τεχνών, της μουσικής και των ξένων γλωσσών και αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα στον κατακερματισμό των ωρών και τον περιορισμό της επιλογής- των μαθημάτων αυτών- από τους μαθητές. (Αλήθεια, θα ήταν ευχής έργο εάν ο Πρόεδρος της ΟΕΛΜΕΚ Δημήτρης Ταλιαδώρος ωρυόταν, έστω και στο ήμισυ, κατά της παύσης όλων αυτών των καθηγητών που αποτελούν τα πρώτα θύματα της συγκεκριμένης πολιτικής όπως ωρύεται κατά της ‘βεβήλωσης’ κάποιων reproductions αρχαιοελληνικών αγαλμάτων.)
Ευκαιρίας δοθείσης αυτού του παροξυσμού, είναι χρήσιμο, έστω και με ένα αιώνα καθυστέρηση, από την πρώτη τέτοιου είδους συζήτηση που έγινε με την γέννηση του μοντερνισμού, να ανοίξει και στην δική μας κοινωνία μια δημόσια συζήτηση για το τί είναι τέχνη και ποια η επίδρασή της στον πολίτη.
Προσωπικά, οι απαιτήσεις μου ως προς τον τρόπο που η τέχνη διδάσκεται και προσεγγίζεται εν έτει 2017, είναι συγκεκριμένες:
Πρώτα-πρώτα ο ουσιαστικός ρόλος της τέχνης σε μια κοινωνία που σέβεται τον εαυτό της, που θέλει να προοδεύει και να παράγει πολίτες με κριτήριο, με βίωμα, που μπορούν να συζητούν χωρίς να σκανδαλίζονται και να δακτυλοδείχνουν, είναι απαραίτητο να σταματήσει να είναι μόνο εγκωμιαστικός και αμιγώς αισθητικός.
Ένα κομμάτι της τέχνης πρέπει να είναι ερειστικό και προβοκατόρικο. Να προκαλεί, να σπάζει ταμπού και προκαταλήψεις. Να μην λιβανίζει αλλά να επανεξετάζει, να μην πιστεύει αλλά να ερευνά. Να εξερευνά. Να μην προσκυνά και κάποιες φορές να φτύνει. Να χτίζει δρόμους ανοίγοντας μυαλά.
Τέχνη δεν είναι τα αγάλματα μέσα στα μουσεία και οι καμβάδες μέσα στα ατελιέ, αλλά η συζήτηση που γίνεται εξαιτίας τους. Τέχνη είναι γέφυρες, όχι βιτρίνες.
Τέχνη, σίγουρα, δεν είναι αυτός ο συντηρητικός επαρχιωτισμός. Αυτός ο σκοταδισμός, που όπως επιχείρησαν να επιβάλουν σ’εμάς, οι ίδιοι δεινόσαυροι, με τον ίδιο δασκαλίστικο αυταρχισμό, θέλουν να επιβάλουν και στα παιδιά μας.
Xωρίς τέχνη οι άνθρωποι δεν είναι απλά σκυθρωποί, θα είναι για πάντα ημιτελείς. Όπως λέει και ο Μπρεχτ:
‘Η τέχνη δεν είναι ο καθρέπτης που αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, αλλά η σφύρα που τη διαμορφώνει. ‘
Ο μοναδικός τρόπος να αντιμετωπίσει η Κύπρος το σκοτάδι στο οποίο διέρχεται λόγω του κάρβουνου που τρώει, είναι μια σπίθα. Μια σπίθα για να γίνει παρανάλωμα του πυρός. Μια σπίθα που θα φωτίσει τους λαμπερούς και θα ξεπαστρέψει μια και καλή τους καμένους που επιμένουν μετά από τόσες δεκαετίες να βρίσκονται εκεί αγκιστρωμένοι, να μας κουνούν το δάκτυλο και να μας ‘νουθετούν’.
Γράφει: Αντρέας Καυκαλιάς