
Αναφερόμενος στον πατέρα του λέει: «Υπήρχε ευλαβική ησυχία την ώρα που κοιμόταν ο πατέρας. Ενώ ήμασταν δύο πολύ ζωηρά παιδιά με τα αυτοκινητάκια, με τα παιχνίδια, ήμασταν έξω στο μπαλκόνι, μέρα μεσημέρι και έβγαιναν από τα άλλα διαμερίσματα και φώναζαν ή μας έλεγαν να κάνουμε ησυχία και τέτοια, όταν κοιμόταν ο μπαμπάς δεν αναπνέαμε».


















