Τα χέρια του τυλίγονται σφιχτά γύρω από τον λαιμό της, που μοιάζει σχεδόν τσακισμένος. Το πρόσωπό της είναι ωχρό. Τα μάτια της κλειστά.
Τα πόδια της, λυγισμένα και γυμνά, βρίσκονται οριακά στην άκρη ενός ανθόσπαρτου λιβαδιού, ενώ γύρω από τους αστραγάλους της πλέκονται λουλούδια. Εκείνος άραγε, όπως την κρατά σχεδόν ασφυκτικά, προσπαθεί να τη συγκρατήσει ώστε να μη χαθεί προς μια αθέατη άβυσσο ή τη σπρώχνει προς το χάος; Κι εκείνη; Δεν αντιδρά επειδή δεν έχει τις αισθήσεις της – ή είναι ήδη νεκρή –ή μήπως έχει αφεθεί απολαμβάνοντας τη σιγουριά της απόλυτης ευτυχίας,