«Περνώ βιαστικά τους σκοτεινούς, σκεπαστούς δρόμους της Ιερουσαλήμ. Τοξωτοί, σα διάδρομοι γοτθικής Εκκλησίας, δροσεροί, όλο βουή, γιομάτοι οσμές από μπαχαρικά, από σα[ι]σεμνά φρούτα κ’ από ανθρώπινον ιδρώτα. Πυκνά, χιλιόχρονα, ανεβοκατεβαίνουν τα κύματα των ανθρώπων. Οι Άραβες με τα κεφάλια τους περιπλεγμένα με δυο σκοινιά από τρίχες καμήλας, οι Τούρκοι με τα κόκκινα φέσια, οι χανούμισσες τυλιγμένες στη μιλάγια τους με τον πυκνό φερετζέ στο πρόσωπο, οι Ευρωπαίοι με τις αψηλές κάσκες και τα μαύρα ματογυάλια, νηφάλιοι και γελοίοι μέσα στην ανατολίτικη τούτη πολύχρωμη χαρά των ματιών… Τα μάτια των Εβραίων λάμπουν σαρκαστικά,