«Καθώς γύριζα από το σχολείο εκείνο το μεσημέρι, έπιασε ξαφνικά μια μπόρα και έγινα μούσκεμα. Φοβήθηκα να ακολουθήσω τον συνηθισμένο μου δρόμο κάτω από τις μεγάλες πεύκες και έτσι πήρα τη γυμνή δημοσιά, που καταλήγει στο χωριό. Στο χτήμα έφτασα την ώρα που έβγαινε πάλι ο ήλιος, και μπήκα μέσα σκαρφαλώνοντας πάνω από το μεγάλο πορτόνι με τις βρεγμένες ροδοδάφνες. Στο περιβόλι όλα ήταν γαλήνια, φρεσκοπλυμένα και καταπράσινα, οι αχλαδιές είχαν ακόμα μερικά άνθη, στα φύλλα τους κρατούσαν χοντρές σταγόνες της βροχής που γυάλιζαν σαν χάντρες.