Στον Κωνσταντίνο Θεοτόκη
Κι έπαψες να μιλάς – και σε κοιτούσα,
κι όλο και μ’ έσκαβε του πόθου η σμίλη.
Ήχος βιολιού και άρωμα στο δείλι,
στεκόσουν πλάι μου, μαυρομαλλούσα.
Πόσα και πόσα αδιάφορα ρωτούσα…
Γλώσσα μιας άλλης εποχής, του Απρίλη
κρινάκι αβρό ή τρυφερό ασφοδίλι
χρειαζόμουν, για να πω ότι σ’ αγαπούσα;
Το γέλιο σου άξαφνα,