
Του Στέλιου Κάνδια
σασμός < μεσαιωνική ελληνική σασμός / ἰσασμός < ελληνιστική κοινή ἰσασμός < αρχαία ελληνική ἰσάζω < ἴσος
Σασμός, λέγεται πάν έγγραφον επί διαφιλονεικουμένων κτημάτων, άμα ως συμφωνήσωσιν οι ενδιαφερόμενοι. (A. Γ. Πασπάτης, Το χιακόν γλωσσάριον: ήτοι η εν Χίω λαλουμένη γλώσσα μετά τινών επιγραφών αρχαίων τε και νέων και του χάρτου της νήσου, Βιβλιοπωλείο των αδελφών Περρέ, 1888, σελ. 317)
Στην Κρήτη…





















