Ήταν σα να σε πρόσμενα Κυρά
απόψε που δεν έπνεε όξω ανάσα,
κι έλεγα: Θά ‘ρθει απόψε απ’ τα νερά
κι από τα δάσα.
Θά ‘ρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι,
και θα μυρίζει φώτα και βροχή
και νιο φεγγάρι…
Και να, το κάθισμά σου συγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μου αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:
…Πως να,