«…Πέρασαν ακόμη δύο βδομάδες. Ο Ιβάν Ιλιτς δεν σηκωνόταν από τον καναπέ. Δεν ήθελε να ξαπλώσει στο κρεβάτι – προτιμούσε τον καναπέ. Μόνος, κατάμονος, με το πρόσωπο γυρισμένο σχεδόν συνέχεια κατά τον τοίχο βασανιζόταν από τους ίδιους αξεδιάλυτους φόβους, και τον τυραννούσαν οι ίδιες, χωρίς διέξοδο σκέψεις. Τι είναι αυτό; Αλήθεια, είναι ο θάνατος; Και η εσωτερική φωνή του απαντούσε: ναι, αλήθεια. Γιατί αυτό το μαρτύριο; Και η φωνή απαντούσε: έτσι, για τίποτα. Ως εδώ, και πάρα πέρα τίποτα.