Σκουντουφλάνε στον ίσκιο τους
και βράζουν τους καημούς τους
σε τσουκάλια.
Είναι άνθρωποι, μια πιθαμή κοντύτεροι απ’ την αλήθεια,
έχουν πρησμένη την κοιλιά και τροχισμένη τη γλώσσα.
Το πρωί κλωτσάνε σα σκυλιά,
το βράδυ σκορπίζουν σα βελόνες˙
στρώνουν χάμω τα πετσιά τους,
στοιβάζουν τις συμφορές τους,
τις μετράνε πόντο πόντο,
ύστερα τις λησμονούνε.
Ένα αλφαβητάρι κρύβουν κάτω απ’ το μαξιλάρι
για να μην τους βρει ο θάνατος.
Στο στήθος μου ψάχνουν για σφαίρες˙
βρίσκουν μία,