Ξέρω πως θα ‘ρθει και δε θα ‘μαι όπως είμαι,
να τον δεχτώ με το καλύτερο παλτό μου.
Μήτε σκυμμένος στις σελίδες κάποιου τόμου,
εκεί που υψώνομαι να μάθω ότι κείμαι.
Δε θα προσεύχομαι σε σύμπαν που θαμπώνει,
δε θα ρωτήσω αναιδώς, πού το κεντρί σου;
Γονιός δε θα ‘ναι να μου πει, σήκω και ντύσου
καιρός να ζήσουμε παιδί μου, ξημερώνει.
Θα ‘ρθει την ώρα που σπαράσσεται το φως μου
κι εκλιπαρώ φανατικά λίγη γαλήνη.