Εδώ, στον τόπο της σφαγής ξανά, στα ίχνη των πυκνών
ερώτων πάλι, κι ας λαχταρούσαν να χαθούν, ταξιδευτές,
σε πόλεις και τερπνές υπαίθρους.
Οι καταβάσεις ψέμα, οι διαδρομές, πώς λιγοστέψαν
οι διαδρομές, ο αέρας τόσο σπάνιος, η ακινησία,
δρόμος κανείς, στα όρη στα βουνά, ούτε φυγή,
μονάχα θεία πνιγμονή—
κολυμπητές στης άμμου τα βαθιά,