Και συνήθως τα πράγματα που κράτησες στα χέρια σου χάνονταν μυστηριωδώς: σα να’σουν κάπου αλλού την ώρα που τα χρησιμοποιούσες.
Ίσως γι’ αυτό οι αποτυχίες σου δε σε πλήγωσαν ποτέ, αφού βέβαια την ώρα που αποτύχαινες εσύ δεν ήσουν εδώ. Πού ήσουν λοιπόν; Και γιατί γύρισες;
Λοιπόν, τι κάνουμε εδώ και πότε θ αλλάξει ο κόσμος, γιατί όπως όλοι μας έζησα κι εγώ αφηρημένα – βέβαια αγάπησα τα ιδανικά της ανθρωπότητας αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα (κι αλήθεια κάποτε παιδιά αφήναμε στη μέση τις υπερπόντιες εκστρατείες μας για ν ανεβάσουμε ένα άρρωστο πουλί στο δέντρο) και τις νύχτες σχεδίαζα έκτακτα δρομολόγια τρένων για κείνους που άργησαν ή ονειρευόμουν να ζήσω υπέροχα,