Εγώ τους είδα -λέει- τους δύο διαρρήκτες πίσω απ΄τις
γρίλιες
να παραβιάζουν την απέναντι πόρτα -δε φώναξα διόλου
είχε φεγγάρι. Φαίνονταν καθαρά τ΄αντικλείδια τους
και τα στολίδια του γύψου στον τοίχο. Περίμενα πρώτα
να φωνάξουνε οι άλλοι από δίπλα. Κανένας δεν φώναξε.
Έφυγα απ΄το παράθυρο, κάθησα στην καρέκλα, ακούμπησα
το μέτωπό μου στο μάρμαρο του τραπεζιού, και θαρρώ
αποκοιμήθηκα, πλάι στο φτωχό μελανωμένο χέρι
του παιδιού που δεν προβιβάστηκε. (…)
Τα χαράματα μου χτυπησαν
την πόρτα.