I.
Πάντοτε νύχτα ταξιδεύουν τα μεγάλα χαίρε, τα έχε γεια,
καλότυχοι οι νεκροί που ξαγρυπνάνε, τις κορυφές,
τ’ ακροκεραύνια περιπλέοντας, τις λόχμες μιας
απύθμενης υπνολαλίας,
κι όπως λιοντάρι στα στενά δε χόρτασε, το συννεφάκι
αυτό τους σημαδεύει, την κόψη ανάβοντας,
το ανάστημα, μελαχρινό, το βλέμμα που ήταν—
Σαν να πεθύμησαν τη δροσερή φυγή, το αλγεινό
των αρωμάτων σε κλεισμένους χώρους, τον ταπεινό
αιγιαλό,