Οι αρχαιότητες και η διαχείρισή τους ανήκουν στο κράτος και όχι στις κοινότητες
Το μεγαλύτερο και σοβαρότερο πρόβλημα που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ο τόπος μας είναι η επίλυση του κυπριακού. Αμετάθετος στόχος, όλων των κυβερνήσεων μέχρι σήμερα, ήταν και είναι η επανένωση του τόπου και του λαού μας. Και προς αυτή την κατεύθυνση στρέφονταν όλες οι ενέργειες της ελληνοκυπριακής κοινότητας η οποία, μετά και την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τα πολιτειακά αξιώματα το 1963 ανέλαβε, με βάση και το δίκαιο της ανάγκης, τη διακυβέρνηση του νησιού αποτελώντας ταυτόχρονα και τη μόνη, αναγνωρισμένη από τον διεθνή παράγοντα, κυβέρνηση στο νησί.
Αυτό που όλες και όλοι, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, αναμένουν, από την αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι να αποδεικνύει συνεχώς, και στην πράξη, ότι βασικός γνώμονας όλων των ενεργειών της είναι η λύση και η επανένωση. Με πολιτικές που θα φέρνουν πιο κοντά όλες τις κοινότητες του νησιού και που θα υπενθυμίζουν συνεχώς ότι η Κύπρος είναι μία, ενιαία και αδιαίρετη.
Το ενιαίο και το αδιαίρετο μιας χώρας, ανάμεσα σε πολλά άλλα, διασφαλίζεται και από την ιστορία και τον πολιτισμό της. Εξάλλου, είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο που η δικοινοτική επιτροπή για την πολιτιστική κληρονομιά εργάζεται, ακόμα και μέσα στις παρούσες συνθήκες της κατοχής, για τη συντήρηση και την αναστήλωση μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς τόσο στις ελεγχόμενες, όσο και στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές του νησιού. Γιατί ακριβώς, στον πολιτισμό και την πολιτιστική κληρονομιά, δεν μπορούν να μπουν οδοφράγματα και διαχωριστικές γραμμές.
Ο νεολιθικός οικισμός στον Απόστολο Αντρέα-Κάστρο στο Ριζοκάρπασο, η Αρχαία Έγκωμη και η Σαλαμίνα στην Αμμόχωστο, το Αρχαίο Θέατρο των Σόλων, το ανάκτορο του Βουνιού στον Λουτρό, το Αββαείο του Πέλλα-Πάις στην Κερύνεια, ο Καθεδρικός Ναός της Αγίας Σοφίας και το Μπουγιούκ Χαν στην κατεχόμενη Λευκωσία, η Παναγία της Κανακαριάς στη Λυθράγκωμη, ο νεολιθικός οικισμός στη Χοιροκοιτία, η Αρχαία Αμαθούντα στη Λεμεσό, η Παλαίπαφος και η Νέα Πάφος, το Αρχαίον Κίτιον, το Τέμενος Χαλά Σουλτάν Τεκέ στη Λάρνακα, οι εκκλησίες του Τροόδους και άλλα 1.300 και πλέον μνημεία, είναι όλα μνημεία ενός ενιαίου και αδιαίρετου κυπριακού πολιτισμού ηλικίας 11.000 χρόνων.
Η ένταξη του Τμήματος Αρχαιοτήτων στο υπό ίδρυση Υφυπουργείο Πολιτισμού, που προωθείται από την κυβέρνηση, δημιουργεί προϋποθέσεις αμφισβήτησης αυτού του ενιαίου και αδιαίρετου στοιχείου του κυπριακού πολιτισμού. Ένα στοιχείο το οποίο, από ιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, λήφθηκε τόσο σοβαρά υπόψη ώστε να συμπεριληφθεί και στο ίδιο το Σύνταγμα, σύμφωνα με το οποίο, η διαχείριση των Αρχαιοτήτων ανήκει στο κράτος και δεν διαμοιράζεται ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Είναι ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο που και στο παρελθόν, αν και επιχειρήθηκαν διάφορες προσπάθειες για μεταφορά του Τμήματος Αρχαιοτήτων, είτε κάτω από το Υπουργείο Παιδείας είτε κάτω από μια Ενιαία Αρχή Πολιτισμού, όλες οι κυβερνήσεις, σταθμίζοντας τους κινδύνους που θα δημιουργούνταν με μια ανάλογη κίνηση, αποφάσισαν τελικά να μην προχωρήσουν.
Η μεταφορά του Τμήματος Αρχαιοτήτων από το Υπουργείο Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων στο Υφυπουργείο Πολιτισμού ισοδυναμεί με τη διολίσθηση μιας εξουσίας του Κράτους, το οποίο εκπροσωπεί όλες τις κοινότητες και όλους τους νόμιμους κατοίκους του νησιού, προς ένα υφυπουργείο που έχει εξουσίες μόνο για την ελληνοκυπριακή κοινότητα. Οποιαδήποτε πολιτική απόφαση για μεταβολή της διοικητικής ευθύνης για τις αρχαιότητες, υπό τις παρούσες συνθήκες της εισβολής και της συνεχιζόμενης κατοχής, θα καταστήσει ορατό τον κίνδυνο να τεθεί το καθεστώς της αρχαιολογικής κληρονομιάς υπό αμφισβήτηση και να χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι για διχοτομικές κινήσεις όχι μόνο εις βάρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας μας αλλά και της ίδιας μας της πατρίδας. Αν και θα ήταν ιδανικό οι αρχαιότητες του τόπου μας να υπάγονταν σε ένα Υπουργείο Πολιτισμού, στο παρόν στάδιο, και με το κυπριακό πρόβλημα άλυτο, υπάρχουν σοβαροί πολιτικοί λόγοι που καθιστούν μια τέτοια ενέργεια επικίνδυνη για τις αρχαιότητες και τον τόπο μας.
Η απόφαση για τη μεταφορά του Τμήματος Αρχαιοτήτων στο νέο Υφυπουργείο είναι πολιτική. Όπως γνωμοδότησε και ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας δεν υπάρχει νομικό κώλυμα για ίδρυση του Υφυπουργείου Πολιτισμού. Η πράξη αυτή όμως, όπως αναφέρει στην κατακλείδα της γνωμάτευσης του, είναι πολιτικής φύσεως. Και συνεπώς, αρμόδια για να δώσει απαντήσεις δεν είναι άλλη από την εκτελεστική εξουσία. Η οποία, με τις αποφάσεις της, θα πρέπει να προστατεύσει τα συμφέροντα της Κυπριακής Δημοκρατίας επί της αρχαιολογικής κληρονομιάς στο πλαίσιο μιας λύσης που θα επανενώνει τον τόπο, τον λαό, την ιστορία και τον πολιτισμό.
- Μαρία Μακρή
- Αρχαιολόγος
- Γραμματέας Κλάδου Υπαλλήλων
- Τμήματος Αρχαιοτήτων ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.