Είναι κοινή η διαπίστωση ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση χρειάζεται μεταρρύθμιση. Για να εκσυγχρονιστεί, για να γίνει πιο ωφέλιμη και αποτελεσματική για τους πολίτες και τον τόπο μας.
Μετά από έντεκα χρόνια, η σχετική συζήτηση φαίνεται να έφτασε στο τελικό της στάδιο. Το σχετικό νομοσχέδιο είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Εδράζεται σε μια βασική αρχή συγκρότησης μεγάλων δήμων με κριτήρια που συνδέονται με τη συνένωση μιας πληθυσμιακής μάζας και τη συμπλεγματοποίηση των υπηρεσιών. Ασφαλώς, σε κάποια σημεία, το νομοσχέδιο θα μπορούσε να ήταν πιο σαφές. Π.χ. από όσα διαβάζουμε το μέλλον των Κοινοτήτων δεν φαίνεται να είναι ξεκάθαρο και η Ένωση Κοινοτήτων εγείρει σοβαρές ενστάσεις για το αναθεωρημένο νομοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση. Επιπλέον, η μεταρρύθμιση θα έπρεπε να ήταν πιο ξεκάθαρη όσον αφορά την Κοινωνική Πολιτική, ώστε να αποκτήσει η Τοπική Αυτοδιοίκηση περισσότερες αρμοδιότητες για να είναι σε θέση να στηρίζει την Τοπική Κοινωνία και τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Έστω και με αυτές τις αδυναμίες, η ψήφιση των σχετικών νομοσχεδίων αποτελεί ένα βήμα προς τα μπρος για τον τόπο μας.
Το κλειδί για μια επιτυχημένη μεταρρύθμιση βρίσκεται στον σωστό σχεδιασμό. Στη μεταφορά των αναγκαίων χρηματικών πόρων, την οργάνωση και ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού, ώστε οι φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να έχουν διοικητική αυτοτέλεια και οικονομική αυτονομία. Είναι πρόδηλο ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί να είναι ωφέλιμη μόνο εάν είναι πραγματική «αυτοδιοίκηση». Και για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει να πάρει αρμοδιότητες τόσο από τις επαρχιακές διοικήσεις όσο και από το κεντρικό κράτος.
Αυτή την Πέμπτη, η Βουλή θα αποφασίσει κατά πόσο θα αναβληθούν για 2,5 χρόνια οι Δημοτικές Εκλογές, οι οποίες είναι ορισμένες για τον προσεχή Δεκέμβριο, με παράλληλη παράταση της θητείας των υφιστάμενων τοπικών Αρχών, ή εάν θα διεξαχθούν οι εκλογές με θητεία 2,5 χρόνων. Πεποίθησή μου είναι ότι δεν πρέπει να αλλάζουμε τους νόμους κατά το δοκούν και πως οι θεσμοί πρέπει να λειτουργούν απρόσκοπτα και μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες. Ο συσχετισμός της αναβολής με τη μεταρρύθμιση δεν φαίνεται να πείθει τους πολίτες. Η δε επίκληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με πρόσχημα το Ταμείο Ανάκαμψης, δεν τιμά κανένα, διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ουδέποτε έθεσε ως προϋπόθεση την αναβολή των εκλογών για την εκταμίευση των €1,2 δις. Αυτό είναι κάτι που παραδέχθηκαν δημόσια και μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου.
Τι εξυπηρετεί η αναβολή τότε; Πολύ φοβάμαι ότι δύσκολα μπορεί να δοθεί μία συνεκτική απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Αντίθετα όμως, οι επιπτώσεις μιας τέτοιας απόφασης μπορούν με σχετική βεβαιότητα να προσδιοριστούν και αφορούν κυρίως την ενίσχυση του αισθήματος της απαξίωσης για την πολιτική και τους πολιτικούς, αλλά και του φαινομένου της αποχής των πολιτών από τις εκλογικές διαδικασίες. Στις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου, το ποσοστό αποχής ανήλθε στο 36,1%. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό αποχής σε βουλευτικές εκλογές την τελευταία εικοσαετία. Το 2001, η αποχή ήταν μόλις στο 8,25%. Είναι βέβαιο πως δεν υπάρχει περιθώριο για οποιαδήποτε κίνηση που να τροφοδοτεί την αδιαφορία των πολιτών για τα κοινά. Πολύ φοβάμαι δε, πως η μετάθεση των εκλογών χωρίς ουσιαστικό λόγο ανήκει σε αυτή την κατηγορία ενεργειών.
Αντίθετα, με τη διεξαγωγή τους οι πολίτες μπορούν να επιλέξουν τις δημοτικές ηγεσίες που θα μας οδηγήσουν στην υλοποίηση της μεταρρύθμισης. Απ’ εκεί και πέρα, η γνώση και οι ικανότητες αφορούν τον θεσμικό και διοικητικό μηχανισμό κάθε Δήμου. Εξάλλου, η συνέχεια και η κανονικότητα στη λειτουργία των Δήμων είναι δεδομένη και η μακρόχρονη πείρα του προσωπικού και των υπηρεσιών τους, το εγγυάται.
Σε κάθε περίπτωση, όταν προκύπτει ένα σημαντικό ζήτημα στην επικαιρότητα, όπως αυτό με τη συζήτηση περί αναβολής των εκλογών, τα δημόσια πρόσωπα οφείλουν να τοποθετούνται για να μπορούν να κρίνουν και οι πολίτες. Η ουδετερότητα βοηθά μόνο την καλλιέργεια μιας λανθασμένης νοοτροπίας, ότι σιωπώντας γίνεσαι «αρεστός». Και η τοπική αυτοδιοίκηση χρειάζεται χρήσιμους ηγέτες. Με άποψη και καθαρές θέσεις για την πρόοδό της.