Το 1997, πέραν της σημαντικής εσωτερικής διάστασης των πραγμάτων, ένας από τους λόγους που το στρατιωτικό κατεστημένο στην Τουρκία στράφηκε εναντίον στη φιλοϊσλαμική κυβέρνηση του Νετζμετίν Ερμπακάν με το γνωστό «μετα-μοντέρνο» πραξικόπημα, ήταν το φλέρτ που είχε με τον Αραβο-Μουσουλμανικό κόσμο, και συγκεκριμένα με το Ιράν.
Μάλιστα, κάποιοι κεμαλικοί-στρατιωτικοί κύκλοι, πίστευαν ότι οι στενές σχέσεις που αναπτύσσονταν μεταξύ Άγκυρας και Τεχεράνης θα οδηγούσαν την Τουρκία στην υιοθέτηση ενός θεοκρατικού πολιτεύματος και στην δημιουργία ενός ενιαίου Ισλαμικού κράτους μεταξύ Τουρκίας και Ιράν.
Η πραγματικότητα ήταν πως και οι Ιρανοί έβλεπαν τους Τούρκους Ισλαμιστές με θετικό μάτι. Αυτό όχι μόνο δεν καθησύχαζε τους Τούρκους Στρατηγούς αλλά αργότερα έπαιξε, μεταξύ άλλων, και θετικό ρόλο στην επαναπροσέγγιση Τουρκίας-Ιράν, υπό το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ). Την ίδια δεκαετία (1990’), ένα χρόνο πριν το πραξικόπημα, το στρατιωτικό κατεστημένο είχε παρακάμψει την πολιτική εξουσία του Ερμπακάν και υπέγραψε σειρά συμφωνιών στρατηγικής σημασίας με το Ισραήλ. Η κίνηση αυτή ήταν άμεσα συγκρουόμενη με την φιλοαραβική και φιλομουσουλμανική εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Ερμπακάν και, συνεπώς, επεδείκνυε υπονόμευσή της από πλευράς των Στρατηγών.
Τα πιο πάνω είναι μόνο μερικά παραδείγματα και δεν είναι άσχετα με την τρέχουσα κρίση που υπάρχει στην Τουρκία μεταξύ του ισλαμικού κινήματος του Φετουλλάχ Γκιουλέν (κίνημα Χιζμέτ) και της κυβέρνησης του Πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίιπ Έρντογαν. Μάλλον το αντίθετο. Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων αναδεικνύουν όλο και περισσότερο το κλείσιμο ενός κύκλου στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Τουρκίας, και την απαρχή ενός άλλου. Παρόλα αυτά, το κεντρικό διακύβευμα και των δύο αυτών κύκλων είναι η εξουσία και ο έλεγχος του κράτους. Ακριβώς όπως ο στρατός έδειξε την αντίθεσή του στις πολιτικές Ερμπακάν, τόσο έμμεσα όσο και άμεσα, έτσι και το κίνημα του Γκιουλέν αντιτίθεται στις πολιτικές του ΑΚΡ μέρα με τη μέρα πιο ανοιχτά και ξεκάθαρα. Μέχρι το 2010, όταν η κρίση μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ είχε φτάσει στο κατακόρυφο και οι τουρκοϊρανικές σχέσεις ήταν ίσως καλύτερες από ποτέ, ο Γκιουλέν είχε κριτικάρει τόσο τις αντιϊσραηλινές όσο και τις φιλοϊρανικές πολιτικές του ΑΚΡ. Παράλληλα, είχε σταθεί ενάντιος και στις προσπάθειες για ειρήνη με το Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν (ΡΚΚ) – κάτι με το οποίο θα διαφωνούσαν ανοιχτά και οι Κεμαλιστές Στρατηγοί αν δεν είχαν ήδη χάσει την επιρροή τους στην πολιτική σκηνή. Αυτό δηλαδή που βλέπουμε με μια πρώτη ματιά, είναι ότι το χάσμα απόψεων για συγκεκριμένα πολιτικά θέματα εκφράζει σήμερα, όπως και πρίν, μια ενδοκρατική πολιτική διένεξη.
Με μια δεύτερη ματία οι ομοιότητες του κινήματος Χιζμέτ με τον ρόλο του στρατού γίνοται ακόμα πιο εμφανείς. Στην προ-ΑΚΡ εποχή είναι γνωστό πως ο στρατός, ακόμα και μέσα από τον σταδιακό εκδημοκρατισμό της Τουρκίας και την αύξηση του αριθμού και του ρόλου των πολιτικών δυνάμεων, έπαιζε καθοριστικό ρόλο, πολλές φορές επεμβαίνοντας και παρεμβαίνοντας σε δημοκρατικές διαδικασίες και λήψεις αποφάσεων. Το κίνημα Χιζμέτ φαίνεται να πράττει το ίδιο, μολονότι με πιο έμμεσο – αλλά σταδιακά ξεκάθαρο – τρόπο. Σημαντική είναι επίσης και η – τουλάχιστον φαινομενική – σύγκλιση μεταξύ των απόψεων του Γκιουλέν και του στρατού στα θέματα του Ισραήλ, του Ιράν και του Κουρδικού. (Ας σημειωθεί ότι παρά την κριτική του Γκιουλέν στις αντιϊσραηλινές πολιτικές του Έρντογαν, το κίνημα είναι γνωστό για τις αντι-σημιτικές του τάσεις).
Ο Γκιουλέν λοιπόν, και το κίνημά του, αντιστέκονται στο ΑΚΡ σηματοδοτώντας έτσι μια καινούργια εποχή για την τουρκική πολιτική. Αν και προερχόμενα από διαφορετικές Ισλαμιστικές ιδεολογικές παραδόσεις, το κίνημα Χιζμέτ και το ΑΚΡ είχαν συνεργαστεί, ιδιαίτερα κατά τις δύο πρώτες θητείες του τελευταίου, ενώ ο Γκιουλέν είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στην επικράτηση του ΑΚΡ επί του στρατο-γραφειοκρατικού κατεστημένου. Σήμερα κατέχει τον έλεγχο μεγάλου μέρους του Δικαστικού και γραφειοκρατικού συστήματος της χώρας, καθώς και των σωμάτων ασφαλείας. Η σταδιακή αυταρχικοποίηση του ΑΚΡ και η άμεση εναντίωσή του στο κίνημα Χιζμέτ – λόγω και της κριτικής που άσκησε το τελευταίο σε διάφορα θέματα – έφεραν τις δύο δυνάμεις σε ρήξη. Αξίζει να αναφέρουμε ότι το ΑΚΡ, το οποίο προέκυψε από τη διάσπαση του Ισλαμιστικού κινήματος «Εθνικής Άποψης» του Ερμπακάν σε παραδοσιακούς και ρεφορμιστές, ως εκφραστής των τελευταίων, παρουσιάζεται – τουλάχιστον σήμερα – ως πιο συντηρητικό από το κίνημα Χιζμέτ, το οποίο διατηρεί έναν πιο εκμοντερνισμένο χαρακτήρα. Έτσι, η πιο σκληροπυρηνική Ισλαμιστική τροπή που πήρε το ΑΚΡ τελευταίως και οι επιπτώσεις της, αποτελούν ακόμα ένα ιδεολογικό σημείο τριβής μεταξύ των δύο, το οποίο όμως εκφράζεται με πραγματικούς όρους.
Σήμερα, μετά από την άμεση επίθεση του ΑΚΡ κατά των φροντιστηρίων προετοιμασίας μαθητών για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση – τα οποία ο Έρντογαν θέλει να ιδιωτικοποιήσει, αποφέρουν μεγάλα κέρδη, και διαχειρίζεται ο Γκιουλέν –, το κίνημα Χιζμέτ αντιδρά και η κρίση κορυφώνεται. Δείχνει την δύναμή του σαν «κράτος εν κράτει» μέσα από συλλήψεις σημαντικών πολιτικών και επιχειρηματικών προσωπικοτήτων με κατηγορίες για διαφθορά, χωρίς την γνώση της κυβέρνησης. Σημαντικό είναι επίσης το ότι, μεταξύ άλλων, κάποιοι από τους συλληφθέντες προσπαθούσαν να παρακάμψουν τις Δυτικές κυρώσεις κατά του Ιράν πουλώντας του χρυσό και κάνοντας μεταφορές χρημάτων μέσω συγκεκριμένης τράπεζας. Η ανταπάντηση της κυβέρνησης ήταν να συλλάβει τους αξιωματικούς που διέταξαν τις πρώτες συλλήψεις.
Οι «τακτικές» με τις οποίες διεξάγεται η «μάχη» μεταξύ Γκιουλέν και κυβέρνσης ΑΚΡ είναι παρόμοιες με αυτές που χρησιμοποιούσε και ο στρατός – το δικαστικό σύστημα, τα σώματα ασφαλείας, οι υπηρεσίες πληροφοριών, κτλ. Ταυτόχρονα, φαίνεται για ακόμα μια φορά ότι ευαίσθητα ζητήματα (εξωτερικής) πολιτικής εμπλέκονται στην διαμάχη. Αυτό δείχνει και την δυσαρέσκεια του Γκιουλέν με την αυταρχικότητα του Έρντογαν και την περιθωριοποίηση του ιδίου – όπως και άλλων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων.
Τελικά, προκύπτουν κάποια κεντρικά συμπεράσματα. Η εσωτερική σκηνή της Τουρκίας βρίσκεται ακόμα μια φορά σε κρίση. Η κρίση αυτή είναι και πάλι προϊόν πάλης για την εξουσία. Ωστόσο, ο στρατός και οι Κεμαλιστές δεν είναι πλεόν ο αντίπαλος του ΑΚΡ (ή της δημοκρατίας) – και αυτό είναι από μόνο του σημαντικό. Ο Γκιουλέν και το κίνημά του έχουν αναλάβει τον ρόλο κατά της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού, ο οποίος φαίνεται να’ ναι ο ίδιος απειλή για τη δημοκρατία – χωρίς να υπονοείται ότι ο Γκιουλέν δεν είναι. Έτσι η σύγκουρση μεταμορφώνεται από στρατιωτικο-πολιτική, σε καθαρά πολιτική αλλά ταυτόχρονα και ενδοθρησκευτική/ενδοϊσλαμική. Τοιουτοτρόπως, γίνεται αντιληπτό και το déjà vu που περνα η Τουρκία. Σαφώς, η κρίση είναι τόσο απότοκο όσο και προάγγελος αλλαγών στην τουρκική εσωτερική και εξωτερική πολιτική. Η συχνά αντι-δυτική στροφή του Έρντογαν και οι αυταρχικές πολιτικές στο εσωτερικό έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Αν η διαμάχη Γκιουλέν-ΑΚΡ εκφραστεί και στις επερχόμενες εκλογές, με πιθανό κόστος για το ΑΚΡ, τότε στην Τουρκία προμηνύονται εκ νέου αλλαγές.
Γράφει: Ζήνωνας Τζιάρρας