Όπως ήταν αναμενόμενο, η επίσκεψη του Προέδρου Νίκου Αναστασιάδη στη Μόσχα έκανε τίτλους ειδήσεων ανά το παγκόσμιο.
Αμερικανικά και δυτικο-ευρωπαϊκά μέσα εκφράζουν τις «ανησυχίες» των κρατών του «Δυτικού» μπλοκ με αναλυτές που σπεύδουν να μας προειδοποιήσουν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία «παίζει τα χαρτιά της» με ριψοκίνδυνο τρόπο. Ταυτόχρονα, οι κινήσεις εξωτερικής πολιτικής του κ. Αναστασιάδη και του επιτελείου του, μαζί με τα πολυσυζητημένα δώρα που ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαδίμηρος Πούτιν έδωσε στον κύπριο ομόλογό του, έχουν παρακινήσει και πάλι τη κοινωνική, γεωπολιτική και γεωπολιτισμική μας κρίση ταυτότητας.
Κατά το πώς ξέρουμε καλύτερα, μετατρέψαμε τη συνάντηση των δύο προέδρων σε συζητήσεις σχετικά με το αν χάνουμε τη «Δύση» (ή αν μας χάνει η «Δύση) και τη σύμπραξή μας με ένα «στυγερό δικτάτορα», ή σε θριαμβολογίες για τη σωτήρια μας σχέση με τη Ρωσία, για τον αποκλεισμό της Τουρκίας κτλ. Σε άλλες περιπτώσεις, εξίσου συνηθισμένες, καταλήξαμε να συζητούμε το πραξικόπημα, τον Γρίβα, τον αγώνα της ΕΟΚΑ, την Ένωση και άλλα παρεμφερή.
Εξ αρχής πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι οι φόβοι (ή μάλλον φοβίες) σε ό,τι αφορά την αξιακή ή ιδεολογική πτυχή του ζητήματος (κακοί Ρώσοι-καλοί Αμερικάνοι, ή το αντίστροφο) είναι τουλάχιστον παραπλανητικοί για δύο απλούς λόγους: α) στην ουσία δεν υπάρχει πραγματική διαφορά μεταξύ των «αντι-δημοκρατών» που προσάρτησαν την Κριμαία και των «πρωταθλητών της δημοκρατίας» που, για παράδειγμα, θυσίασαν την ευημερία των λαών της Μέσης Ανατολής και την παγκόσμια σταθερότητα «στο βωμό» της «προώθησης της δημοκρατίας». β) Η διεθνής πολιτική, μάλλον δυστυχώς, δεν λειτουργεί με όρους ηθικής, με όρους καλών-κακών και άλλων τέτοιων αβάσιμων δυισμών. Λειτουργεί με βάση στρατηγικά, οικονομικά και άλλα συμφέροντα. Βέβαια αυτά τα συμφέροντα μπορούν και πρέπει να αξιολογούνται ενώ θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα συμφέροντα που εκφράζονται από τους εξουσιάζοντες είναι πάντα «κακά» όσο εξυπηρετούν τη (δική τους) μειονότητα – συχνά βαφτισμένη και ως «εθνικό συμφέρον».
Εκείνοι που αντιλαμβάνονται – ή που νομίζουν ότι αντιλαμβάνονται – αυτή την πραγματικότητα πρέπει εκ των πραγμάτων να προχωρήσουν σε μια ορθολογική ανάγνωση του τι σημαίνει η αναθέρμανση των σχέσεων Κύπρου-Ρωσίας. Σωτήρια σχέση; Σε καμία περίπτωση. Ριψοκίνδυνο χαρτί; Ούτε. Εξ άλλου τα δύο κράτη υπέγραψαν κυρίως ανανέωση παλαιότερων συμφωνιών. Από μόνη της, η επίσκεψη του κ. Αναστασιάδη στη Ρωσία σημαίνει ένα πράγμα, είτε κανείς συμφωνεί είτε διαφωνεί με τη γενικότερη πολιτική της παρούσας κυβέρνησης: την αντίληψη των πραγματικοτήτων της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής, τουλάχιστον ως ένα βαθμό και την προθυμία εξάσκησης πολυδιάστατης πολιτικής. Για την ανάγκη μιας τέτοιας προσέγγισης στην εξωτερική πολιτική γράφουμε τα τελευταία τέσσερα χρόνια υπογραμμίζοντας ότι η Κύπρος δεν ανήκει ούτε στη Δύση ούτε στην Ανατολή. Ανήκει και στις δύο και σε καμία από αυτές. Αυτό υπαγορεύει η ιστορία μας, η γεωγραφική, γεωπολιτισμική και γεωστρατηγική μας θέση.
Αυτό δεν σημαίνει την επιστροφή στο Κίνημα των Αδεσμεύτων όπως το γνωστό κινδυνολογικό ρεύμα της δημόσιας σφαίρας προειδοποιεί. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει καν σαν μεταφορά για ένα και βασικό λόγο: το σημερινό διεθνές σύστημα δεν είναι το ίδιο με αυτό που υφίστατο στα μέσα ή τέλη του 20ου αιώνα. Μπορεί οι ΗΠΑ να παραμένουν ο ισχυρότερος πόλος του διεθνούς συστήματος αλλά ταυτόχρονα η ισχύς, επιρροή και ηγεμονία τους υποχωρούν σε σημαντικό βαθμό. Αυτό μάλιστα γίνεται πιο έντονο και, με σχετικούς όρους σύγκρισης, εμφανές όταν βάλουμε στην εξίσωση τις νέες μεγάλες δυνάμεις και περιφερειακές ηγεμονίες που αναδύονται και σχηματίζουν συμμαχικά μπλοκ ή αναπτύσσουν μη/αντι-δυτικά δίκτυα συνεργασίας.
Για ένα κράτος όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς ή η Γαλλία είναι φυσικό να προσδιορίζεται ως «Δυτικό». Ένα κράτος με το μέγεθος και τη γεωγραφική θέση της Κύπρου δεν μπορεί να αγνοεί τη «Δύση» (συγκεκριμένα τις ΗΠΑ) αλλά ούτε και δυνάμεις όπως η Ρωσία, η Κίνα κ.α. Ωστόσο, εκεί που «το παιχνίδι», η εξωτερική πολιτική και διπλωματία της Κύπρου, θα κριθεί είναι στο τι θα ακολουθήσει της επίσκεψης του κ. Αναστασιάδη στη Μόσχα. Διπλωματικά, ενώ η ΕΕ δεν πρέπει να αγνοηθεί, πρέπει ταυτόχρονα να γίνει ξεκάθαρο ότι, όπως και κάθε άλλο κράτος-μέλος η Κύπρος έχει τις δικές της ανάγκες και συμφέροντα τα οποία η Ένωση πρέπει να σεβαστεί. Επίσης, προσπάθειες επίτευξης διπλωματικού ισοζυγίου με διακηρύξεις για τη Σύμπραξη για την Ειρήνη πρέπει να αποφευχθούν καθώς κάθε άλλο παρά ισορροπία θα φέρουν. Δεν εξυπηρετούν τα κυπριακά συμφέρονται (ούτε την επίλυση του Κυπριακού) και μάλλον θα οδηγήσουν την κυπριακή εξωτερική πολιτική σε αμφισβήτηση από αμφότερες τις πλευρές του Ατλαντικού. Συνεργασία μπορεί να υπάρχει και εκτός ξεπερασμένων θεσμών όπως είναι το ΝΑΤΟ το οποίο πασχίζει – αποτυχημένα – να διατηρήσει το ρόλο του στο μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα (βλ. Ρωσο-Νατοϊκό Συμβούλιο).
Τέλος, όπως ορθώς ξεκίνησε να πράττει ο κ. Αναστασιάδης στη Μόσχα, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να υπογραμμίσει με προσεγμένο και διπλωματικό τρόπο την υποκρισία των «Δυτικών» σε ό,τι αφορά το Κυπριακό και κυρίως σε σχέση με την Τουρκία. Ενώ η Τουρκία διακηρύττει και επιδιώκει με παρρησία τους μη/αντι-δυτικούς της στόχους, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ συνεχίζουν να της παρέχουν ασπίδα προστασίας και να υπογράφουν μαζί της συμφωνίες ασφαλείας. Μπορεί η Κύπρος να μην έχει τη γεωστρατηγική αξία της Τουρκίας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν δικαιούται να επιδιώξει τα συμφέροντά της, ούτε ότι πρέπει να αποδεχτεί τη χειραγώγηση του οποιουδήποτε διεθνούς παίκτη.
Γράφει: Ζήνωνας Τζιάρρας