Γίνεται τελευταία πολύς λόγος για την ανάγκη επιστροφής στα «παραδοσιακά» επαγγέλματα, στη γεωργία, στη κτηνοτροφία, στις παραδοσιακές τέχνες κλπ.
Οι εκφραστές των απόψεων αυτών μπορούν να φέρουν επιχειρήματα για να υποστηρίξουν με ειλικρίνεια την πιο πάνω θέση. Λένε για παράδειγμα ότι «παρά ένας νέος να μένει άνεργος είναι καλύτερα να επιδοθεί στην καλλιέργεια πατατών». Ισχυρίζονται δε ότι εξαιτίας της σημερινής κρίσης αρκετός κόσμος είναι διατεθειμένος να κάνει οποιαδήποτε δουλειά για να ζήσει επειδή το έχει ανάγκη. Προσθέτουν και επιτυχημένα παραδείγματα τέτοιας στροφής προς την αγροτική ζωή από το εξωτερικό. Όπως στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης όπου οι καλλιέργειες που αρχικά προορίζονταν για σκοπούς έρευνας από τη γεωπονική σχολή, μετατράπηκαν σε αγροτική παραγωγή που «τάιζε κόσμο».
Όμως παρά τα πιο πάνω, έχω την εντύπωση ότι η ευφορία που προκαλούν σε ένα ακροατήριο τέτοιου είδους αναφορές και εισηγήσεις οφείλονται μάλλον στο γεγονός του ότι θεωρούμε πως αυτή η προοπτική αφορά σίγουρα κάποιους άλλους και όχι εμάς τους ίδιους και τα παιδιά μας. Ότι γεωργοί και κτηνοτρόφοι θα γίνουν τα παιδιά του γείτονα και όχι τα δικά μας. Το γιατί προκύπτει αυτή η αντίφαση έχει να κάνει με τον προβληματικό τρόπο που φανταζόμαστε τη λύση των προβλημάτων μας: τη φανταζόμαστε ως αντίδραση και επιστροφή προς τα πίσω και όχι ως μια πρόταση που θα μας οδηγήσει μπροστά.
Ακόμα και αν δεχτούμε ότι η αγροτική παραγωγή αποτελεί μια διέξοδο για την οικονομία μας ας καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στο ’60 για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις του 2013. Με τέτοια νοοτροπία όχι μόνο δεν θα μπορέσουμε να ανταγωνιστούμε οποιοδήποτε άλλο κράτος στην εξαγωγή γεωργικών προϊόντων, αλλά ούτε και προϊόντα για τοπική χρήση δεν θα μπορέσουμε να παράγουμε. Ο μόνος τρόπος για να είναι βιώσιμη η τοπική αγροτική παραγωγή και ανταγωνιστικά τα προϊόντα της είναι μέσω καινοτομιών όπως π.χ. τη στροφή προς βιολογικές καλλιέργειες, είτε, με έμφαση σε πολύ ειδικές καλλιέργειες και με την σύναψη συνεργασιών με μεγάλες βιομηχανίες. Π.χ. εταιρείες κατασκευής παιδικών βιολογικών τροφών κλπ. Αλλά και πάλι η συνεισφορά στο ΑΕΠ θα είναι πολύ μικρή λόγω μεγέθους.
Η ιδέα του «νέος αγρότης επιστρέφει χωρίς σχέδιο στις ασχολίες των προγόνων του» δεν είναι το μόνο που κινδυνεύει να πεθάνει πριν γεννηθεί από τη νόσο του οπισθοδρομισμού. Παρόμοια μπορεί να ισχύσουν και για τον τουρισμό. Έχουμε ναι μεν όλα τα φόντα για να είμαστε τουριστικός παράδεισος. Όμως, θέλουμε να μετατρέψουμε την Κύπρο σε ένα τεράστιο φτηνό ξενοδοχείο όπου οι καμαριέρες, οι μάγειρες και τα γκαρσόνια θα είναι αντί «ξένοι» Κύπριοι; Μάλλον όχι, αλλά ακόμη κι αν ήταν έτσι στην τουριστική βιομηχανία θα μπορούσε να απορροφηθεί ένα μικρό ποσοστό του εργατικού δυναμικού για όσο αυτή διαρκεί, δηλαδή, 5-6 μήνες.
Καταληκτικά, θεωρώ ότι η παραδοσιακή γεωργία έκλεισε τον κύκλο της στην Κύπρο και ο μόνος τρόπος να αποτελέσει επιλογή για την σύγχρονη εποχή είναι μέσω της ριζικής αναδιαμόρφωσης της έννοιας της. Η δε τουριστική βιομηχανία παραμένει ένα σταθερό χαρτί το οποίο μπορεί με την κατάλληλη αξιοποίηση να μας προσφέρει σημαντική εισροή συναλλάγματος. Όμως η πίστη ότι η «επιστροφή» στους παλιούς καλούς κλάδους της κυπριακής οικονομίας θα μας βγάλει από τα σημερινά αδιέξοδο είναι απλά αβάσιμη.
Ο μόνος τρόπος πλέον για να πάμε μπροστά είναι με το να τρέξουμε να προλάβουμε το τρένο της αλλαγής. Να εξορθολογήσουμε τα δημοσιονομικά μας από τη μια και από την άλλη, να επενδύσουμε στην επιχειρηματικότητα, στην τριτοβάθμια ιδιωτική εκπαίδευση, στην IT τεχνολογία, στην εξειδικευμένη ιατρική κλπ. Μόνο έτσι μπορούμε να οικοδομήσουμε την μετά την κρίση Κύπρο που να έχει τα φόντα να διατηρήσει και να αξιοποιήσει τη σημερινή «χαμένη γενιά» νέων επιστημόνων της.
Γράφει: Ξένια Κωνσταντίνου