Η ομιλία του νέου ηγέτη των Τουρκοκυπρίων την περασμένη Κυριακή έγινε μπροστά σε μερικές χιλιάδες υποστηρικτές του, οι οποίοι πανηγύρισαν την επιτυχία τους δίχως τουρκικές ή άλλες σημαίες, αλλά, με κλαδιά ελιάς και με συνθήματα όπως «ειρήνη στην Κύπρο».
Το περιεχόμενο της ομιλίας του κ. Ακκιντζί όπως και τα σύμβολα που κυριάρχησαν στην εκδήλωση έστελλαν ένα δυνατό μήνυμα συμφιλίωσης. Ενώ την ίδια στιγμή, άδειαζαν –άθελά τους- όσους κακεντρεχείς παραμόνευαν για την αφορμή που θα τους έδινε την ευκαιρία να δηλητηριάσουν ξανά το κλίμα.
Οι εξελίξεις τις αμέσως επόμενες ημέρες ήταν καταιγιστικές και αισιόδοξες. Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης πήρε την πρωτοβουλία των κινήσεων εξαγγέλλοντας μονομερή μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης ενώ ο κ. Ακκιντζί έστειλε μέσω μεταφορών το καθαρό μήνυμα προς την Τουρκία ότι, η τουρκοκυπριακή κοινότητα έχει «ενηλικιωθεί» και έφτασε ο καιρός για να ορίζει μόνη της την τύχη της. Ακολούθησε η εξαγγελία ΜΟΕ από πλευράς Ακκιντζί ο οποίος επανέφερε επίσημα το θέμα του ανοίγματος της πόλης της Αμμοχώστου υπό τον έλεγχο του ΟΗΕ με το παράλληλο άνοιγμα του λιμανιού της Αμμοχώστου και του αεροδρομίου της Τύμπου για απευθείας πτήσεις, συνεπικουρούμενο και από μια σειρά άλλων μέτρων όπως, άνοιγμα περισσότερων σημείων διέλευσης, λειτουργία τηλεφωνικής σύνδεσης ολόκληρης της Κύπρου και άλλα.
Μία εβδομάδα μετά την εκλογή του Μουσταφά Ακκιντζί στα κατεχόμενα η ελπίδα αναβιώνει και φαίνεται ότι σε επίπεδο κοινής γνώμης δημιουργείται ευνοϊκό κλίμα υπέρ της λύσης. Το ζητούμενο πλέον είναι το κλίμα αυτό να διατηρηθεί ζωντανό κατά τη διάρκεια της επίπονης διαδικασίας της διαπραγμάτευσης εκεί όπου θα επιζητούνται λύσεις αμοιβαία αποδεκτές και θα απαιτούνται υπερβάσεις και από τις δυο πλευρές.
Τα αντικειμενικά δεδομένα δεν είναι -όπως ποτέ άλλωστε δεν ήταν- υπέρ της συμφιλίωσης. Η έλλειψη επικοινωνίας, η μη κατανόηση της γλώσσας της άλλης κοινότητας, η έλλειψη επαφής και οι απλοϊκοί μύθοι που συνοδεύουν συχνά τις αναλύσεις για το τι γίνεται στην άλλη πλευρά της πράσινης γραμμής πέτυχαν να συντηρήσουν για δεκαετίες το χάσμα μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Με τη βοήθεια του χρόνου που κύλησε αδυσώπητα, το χάσμα διευρύνθηκε. Η νέες γενιές κράτησαν τις αποστάσεις τους από την «άλλη πλευρά» και ένα ισχυρό κατεστημένο θεμελιώθηκε πάνω στην de facto διχοτόμηση που επέβαλε η κατοχή.
Το ιστορικό βάθος του κυπριακού ελάχιστοι είχαν την ευκαιρία, τη δυνατότητα –ή ακόμη και το σθένος- να μελετήσουν. Η κυρίαρχη ιστορική αφήγηση σε κάθε κοινότητα ήταν -και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να είναι- πανίσχυρη. Η κάθε πλευρά γνωρίζει μόνο το δικό της δίκιο και το δικό της πόνο. Κλαίει τους δικούς της νεκρούς και αγνοούμενους και θρηνεί τα δικά της χαμένα όνειρα. Γι αυτό κάθε χαραμάδα ελπίδας έσβηνε πολύ νωρίς μπροστά στη δυσκολία που αναπόφευκτα προστάζει η κοινή συμβίωση.
Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή. Από κάπου όμως πρέπει να ξεκινήσουμε.
Το βέβαιο είναι πως απαιτούνται γενναίες υπερβάσεις σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο για να μπορέσουμε να συμπεριλάβουμε στο «εμείς» και τους «απέναντι». Γι αυτό η πρωτοβουλία του Προέδρου του Δημοκρατικού Συναγερμού όπως ο Δημοκρατικός Συναγερμός ξεκινήσει μία μεγάλη πορεία προς τη βάση σε μία προσπάθεια «να συζητήσουμε για τη λύση, να συζητήσουμε για την Κύπρο» είναι σημαντική και οπωσδήποτε απαραίτητη. Είναι μία πρωτοβουλία που άργησε και θα έπρεπε να είχαμε πάρει πριν από πολλά χρόνια. Αλλά κάλιο αργά παρά ποτέ. Η γνώση είναι δύναμη και ο διάλογος είναι δημοκρατία. Μία κοινωνία ενημερωμένη θα είναι σε καλύτερη θέση να αναλάβει την ιστορική ευθύνη να αποφασίσει για το μέλλον της.
Γράφει: Ξένια Κωνσταντίνου
Πρόεδρος ΓΟΔΗΣΥ