Ο δρόμος για την επίλυση του κυπριακού δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα και ούτε θα είναι ποτέ.
Αντίθετα μάλιστα, όσοι ασχολήθηκαν σε βάθος με τις επιμέρους πτυχές του γνωρίζουν πολύ καλά ότι είναι ένας δρόμος εξαιρετικά δύσκολος που βρίσκεται μονίμως σε κόντρα με ένα κατεστημένο το οποίο λυμαίνεται την υφιστάμενη κατάσταση οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά.
Βεβαίως αυτό δε σημαίνει ότι το κυπριακό είναι ένα πρόβλημα άλυτο από μόνο του. Το κυπριακό μπορεί να επιλυθεί πάνω στη συμφωνημένη βάση της ΔΔΟ με τεράστια οφέλη και για τις δύο κοινότητες. Οι μεν Τουρκοκύπριοι θα ενταχθούν και θα ανήκουν σε ένα ευρωπαϊκό κράτος με όσα θετικά αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο δικαιωμάτων και ευκαιριών. Ενώ οι Ελληνοκύπριοι θα επωφεληθούν πολλαπλάσια εφόσον θα ανακτήσουν δικαιώματα στις περιουσίες τους, θα απαλλαγούν από την κατοχή και θα απολαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος από την οικονομική και επιχειρηματική δραστηριοποίηση σε ολόκληρη την επικράτεια του νησιού. Η εφαρμογή των 4 βασικών ελευθεριών. Δηλαδή του δικαιώματος ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων, υπηρεσιών, αγαθών και ανθρώπων θα αποτελέσει τη μαγιά για την οικονομική, κοινωνική και επιχειρηματική ενοποίηση του νησιού.
Μέχρι όμως να φτάσουμε στην επιδιωκόμενη λύση η διαδικασία θα περάσει αναγκαστικά μέσα από τις συμπληγάδες όλων εκείνων των συμφερόντων και νοοτροπιών που αναπτύχθηκαν όλα αυτά τα χρόνια και στις δύο πλευρές. Η διαδικασία δεν είναι εύκολη ούτε και απλή. Οι αντιστάσεις είναι τεράστιες.
Το αισιόδοξο είναι ότι σε επίπεδο πολιτών καθίσταται πλέον εμφανές και προκύπτει και μέσα από τα πρόσφατα ευρήματα της έρευνας που πραγματοποίησε η εταιρεία noverna για την Ομάδα Κύπρος ότι, ανάμεσα στην πλειοψηφία επικρατεί νηφαλιότητα και σύνεση. Ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η εξελικτική μετατόπιση των πολιτών προς πιο θετικές στάσεις έναντι της άλλης κοινότητας όπως και έναντι του ενδεχομένου να υποστηρίξουν ένα σχέδιο που να προνοεί για τη συνολική διευθέτηση του προβλήματος.
Βεβαίως, το περιεχόμενο δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλωθεί και οι δυσκολίες έπονται, όμως, αν αναλογιστούμε ότι μέχρι πριν από δύο χρόνια το κυπριακό βρισκότανε κυριολεκτικά στον πάτο και η δημόσια συζήτηση γύρω από το ενδεχόμενο λύσης ήταν από ελάχιστη έως και ανύπαρκτη, τότε, πρέπει να αναγνωρίσουμε δύο πράγματα. Το 1ο είναι ότι η παρούσα διαπραγμάτευση έδωσε ξανά ελπίδα σε ένα σημαντικό μέρος του κυπριακού λαού για να πιστέψει και πάλι στην προοπτική της λύσης. Το 2Ο, είναι ότι ο ισοπεδωτικός και τοξικός λόγος των μονίμως ανησυχούντων και διαφωνούντων με το καθετί δεν έχει τα επιθυμητά -για εκείνους- αποτελέσματα. Αντίθετα μάλλον, απαξιώνεται και γελοιοποιείται.
Στη διαδικασία όμως αυτή, η Σκύλλα και η Χάρυβδη δε θα είναι η κομματική αντιπολίτευση αλλά οι ίδιοι οι πολίτες ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης. Θα είναι οι διαφορετικές προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί όλα αυτά τα χρόνια ανάμεσα στις δύο κοινότητες, με τις οποίες θα βρεθούν αντιμέτωποι οι δύο ηγέτες πολλές φορές από τη στιγμή που η διαδικασία έχει μπει στα βαθιά.
Γι αυτό το λόγο είναι που επιμένω να υποστηρίζω ότι η κοινωνία θα πρέπει να είναι ενήμερη. Θα πρέπει να είναι συμμέτοχη σε αυτή τη διαδικασία. Επειδή είναι ο μοναδικός τρόπος για να μεταφερθούμε από τις επιμέρους συζητήσεις για τα δίκαια της κάθε πλευράς σε μία διαλεκτική διαδικασία εξορθολογισμού των πραγματικών επιλογών που υπάρχουν μπροστά μας. Όμως για να επιτευχθεί η σωστή ενημέρωση των πολιτών θα πρέπει να συμφωνηθεί από κοινού μεταξύ των δύο ηγετών μια συγκεκριμένη επικοινωνιακή στρατηγική. Με αυτό τον τρόπο θα αποφεύγονται οι διαρροές που κάνουν ζημιά πότε στη μια και πότε στην άλλη ηγεσία και παράλληλα θα ξεφύγουμε από την περιχαράκωση στις μονο-κοινοτικές αφηγήσεις.
Το κυπριακό δε θα έχει ποτέ ξανά καλύτερη ευκαιρία να επιλυθεί από αυτή που υπάρχει σήμερα. Αν σήμερα φαντάζει βουνό το περιουσιακό το οποίο δε μπορέσουμε να διαβούμε, φανταστείτε πως θα είναι η κατάσταση σε πέντε, δέκα ή είκοσι χρόνια όταν στο μεταξύ θα έχει πεθάνει και ο τελευταίος πρόσφυγας 1ης γενιάς και θα προηγηθούν χιλιάδες διευθετήσεις δια μέσου της ειδικής επιτροπής στα κατεχόμενα. Είναι είτε τώρα ή ποτέ!
Γράφει: Ξένια Κωνσταντίνου
Πρόεδρος ΓΟΔΗΣΥ