Η χώρα μας δεν είχε την ευτυχία να ζήσει μεγάλες ιδεολογικές αντιπαλότητες.
Να ωριμάσει πολιτικά μέσα από τη βάσανο του δημοσίου ιδεολογικού διαλόγου μεταξύ του παλιού και του νέου, του σύγχρονου και του κατεστημένου. Η κοινωνία στάθηκε σχεδόν πάντα επιφυλακτική στο να πάρει θέση δημόσια για ζητήματα που αφορούν σε ατομικά δικαιώματα και σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις με ελάχιστες βέβαια εξαιρέσεις όπως για παράδειγμα η πρόσφατη συζήτηση γύρω από το σύμφωνο συμβίωσης. Ο πολιτικός κόσμος του νησιού μετά το ‘74 ήταν πολύ απασχολημένος με το κυπριακό το οποίο αποτελούσε ανέκαθεν την αιτία -ή και την δικαιολογία- για να βάζει στην άκρη δευτερεύοντα ζητήματα τα οποία όμως καθορίζουν ιδεολογικά μία παράταξη.
Η ιδεολογική συζήτηση μεταξύ αριστεράς και δεξιάς πρότασης λίγες φορές αναπτύχθηκε με τρόπο που να γίνουν κατανοητές και διακριτές οι διαφορετικές ιδεολογικές προσεγγίσεις.
Η αριστερή φωνή του Ανορθωτικού Κόμματος του Εργαζομένου λαού παραήταν συνεπής στη ρητορική της παραμένοντας ουσιαστικά δέσμια στα ίδια συνθήματα από το 1960. Ο «ταξικός αγώνας», το «ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου» και τα «κεκτημένα» –με τον τρόπο βεβαίως που οι ίδιοι τα αντιλαμβάνονται- αποτελούν τα τελευταία 40 χρόνια τις μόνιμες επωδούς του αριστερού κόμματος. Αδυνατούν εντούτοις να τις γεμίσουν με σύγχρονο ιδεολογικό περιεχόμενο. Έχουν δυσκολία να τις προσαρμόσουν στο σημερινό κόσμο και στις ανάγκες του. Κάτι σχετικά ανάλογο ισχύει με την ίδια την κουλτούρα του κόμματος πράγμα που αντανακλάται στις πρακτικές με τις οποίες λαμβάνουν αποφάσεις. Για παράδειγμα η πρόσφατη διαδικασία επιλογής υποψηφίων για τις βουλευτικές του 2016 το απέδειξε περίτρανα.
Το ΑΚΕΛ ήταν, είναι και θα παραμείνει το ίδιο. Με έμφαση στο κλειστό του κομματικό ακροατήριο, με μία στρατιά εμμίσθων οι οποίοι αποτελούν τον τεράστιο ελεγχόμενο πυρήνα του κόμματος οι οποίοι με αδιαφανείς και κλειστές διαδικασίες επιτυχαίνουν να ελέγχουν οποιαδήποτε διάρρηξη στη συνοχή των αποφάσεων με επίκληση στη συλλογική σοφία και τις εσωτερικές αποφάσεις.
Ο Δημοκρατικός Συναγερμός από την άλλη είχε ανέκαθεν τη δυνατότητα να φιλοξενεί φιλελεύθερες φωνές, παρόλο που, παρουσίαζε δυσκολίες η προσπάθεια να ιδεολογικοποιήσει τη ρητορική του στη βάση μίας συνεπούς σύγχρονης φιλελεύθερης ιδεολογίας ένεκα και των ισχυρών εσωτερικών του αντιστάσεων. Όμως ο ΔΗΣΥ έδειξε αρκετές φορές ότι έχει τη δυνατότητα να αλλάζει και αυτό το έχει αποδείξει με μεγάλες υπερβάσεις που πέτυχε να περάσει έστω και δια μέσου αντεγκλήσεων και διαφωνιών.
Ο ΔΗΣΥ προσφέρει σήμερα για το φιλελεύθερο και προοδευτικό κομμάτι της κοινωνίας μία ουσιαστική επιλογή. Η οποία όμως σε αρκετές περιπτώσεις περιορίζεται σημαντικά από τις κουτοπόνηρες προσπάθειες ορισμένων να περιορίσουν το εκλογικό σώμα στους δικούς τους ακραιφνείς υποστηρικτές. Πιστεύω όμως ότι η προσπάθεια δε θα καρποφορήσει εάν η κοινωνία έχει κατανοήσει ότι η εποχή της στείρας αντιπολίτευσης για την ικανοποίηση των κομματικών ακροατηρίων πρέπει να αποτελεί παρελθόν. Το φλερτ με τη συντήρηση βλάπτει σοβαρά.
Η εκλογική επιτυχία του Κυριάκου Μητσοτάκη την περασμένη Κυριακή φανέρωσε αν μη τι άλλο ότι η τόλμη στην κεντροδεξιά επιβραβεύεται. Ότι πολλές φορές οι κοινωνίες όσο καταθλιπτική κι αν είναι η μεγάλη εικόνα που μπορεί να εκπέμπουν έχουν πάντα εντός τους ψήγματα προόδου τα οποία μπορούν υπό προϋποθέσεις να καταστούν η κρίσιμη μάζα και η νικηφόρα δύναμη για κάτι καλύτερο.
Το μάθημα από την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ότι αν διατυπωθεί με σαφήνεια μεταρρυθμιστικός λόγος και δημιουργηθεί η απαραίτητη ανανέωση και δυναμική, το νέο δεν έχει να φοβηθεί τίποτα στη μάχη με το παλιό.
Αν όμως από την άλλη δεν υπάρχει σαφές πολιτικό στίγμαή το «νέο» φλερτάρει με το βαθύ λαϊκισμό μιας κοινωνίας που δεν θέλει να απολέσει τα προνόμια των λίγων για το συμφέρον των πολλών στην καλύτερη θα μείνεις στα ίδια και στη χειρότερη θα βρεθείς στα αζήτητα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης με την εκλογή του την περασμένη Κυριακή απέδειξε ένα πράγμα ότι αν η σύγχρονη κεντροδεξιά εκφραστεί με πρόγραμμα, θέσεις και συνέπεια θα πετύχει να «μιλήσει» στην σιωπηρή πλειοψηφία η οποία υπερβαίνει το κομματικό ακροατήριο και η οποία έχω την εντύπωση ότι προσδοκά όχι απλά ένα κόμμα για να ψηφίσει, αλλά μία παράταξη στην οποία με περηφάνια θα θέλει να ανήκει!
Γράφει: Ξένια Κωνσταντίνου
Πρόεδρος ΓΟΔΗΣΥ