Είπε, ότι «δυστυχώς η Κερύνεια δε μπορεί να επιστραφεί υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση».
Την επομένη έπεσε πάνω του όλη η σκληρή –δήθεν- γραμμή για να του κλείσει το στόμα. Ζητώντας εξηγήσεις, κάνοντας συστάσεις, εκτοξεύοντας απειλές και διάφορες άλλες σοφιστείες περί απαράγραπτων δικαίων κλπ.
Όλο το θέατρο της υποκρισίας στοιχισμένο σε χρόνο ρεκόρ για να αναχαιτίσει τη λαίλαπα της αλήθειας. Μα που ζουν επιτέλους αυτοί οι άνθρωποι; Τόσες δεκαετίες που διαπραγματεύονται το κυπριακό όλες οι ηγεσίες από τον Μακάριο μέχρι τον Αναστασιάδη νομίζουν ότι όλα αυτά είναι ένα παιχνίδι; Δε βλέπουν απέναντι τον Πενταδάκτυλο; Δε βλέπουν τα οδοφράγματα; Δεν άκουσαν τι έγινε το ’74; Νομίζουν μήπως ότι η κατοχή είναι κάτι το φανταστικό που λαμβάνει χώρα σε μια άλλη γωνιά του κόσμου; Δεν έχουν πάει ποτέ τους όλοι αυτοί στην αγαπημένη τους Κερύνεια να δουν με τα μάτια τους τι συμβαίνει;
Το ερώτημα είναι απλό.
Θέλουμε η Κερύνεια και όλα μας τα κατεχόμενα εδάφη να απαλλαγούν της Κατοχής και των συνεπειών της;
Θέλουμε να επιστρέψουν οι κερυνειώτες και οι υπόλοιποι πρόσφυγες;
Θέλουμε όντως τα σύνορά της πατρίδας μας να είναι στην Κερύνεια;
Αν οι απαντήσεις είναι καταφατικές, τότε πρέπει να καταβάλουμε ως ηγεσία και ως κοινότητα κάθε προσπάθεια να λύσουμε το κυπριακό για να δημιουργήσουμε μια ενιαία και επανενωμένη πατρίδα. Η επιλογή σήμερα αγαπητοί συμπατριώτες δεν είναι ανάμεσα σε μια Κερύνεια υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση ή μια άλλη υπό τουρκοκυπριακή. Η επιλογή είναι ανάμεσα σε Κερύνεια υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση αλλά, ως αναπόσπαστο μέρος ενός επανενωμένου νησιού, ή η Κερύνεια υπό μόνιμη κατοχή και εν τέλει τουρκοποίηση.
Για όσους επιλέγουν το 2ο στη βάση του ότι «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ναι» δύο τινά μπορούν να συμβαίνουν. Είτε ο πόνος τους δεν τους επιτρέπει ακόμη να αξιολογήσουν νηφάλια την κατάσταση, είτε, πίσω από το σύνθημα ουσιαστικά αποκρύβουν το δικό τους προσωπικό συμβιβασμό με την κατοχή και με τα τετελεσμένα που επέφερε. Το δυστύχημα είναι ότι -ανεξαρτήτως των λόγων- με τη στάση τους γίνονται οι καλύτεροι σύμμαχοι της σχολής Ντενκτάς. Της σχολής δηλαδή που συνειδητά επιθυμούσε και στόχευε στην τουρκοποίηση της μισής Κύπρου και στην παραγραφή όσων θυσιάστηκαν για την επιβίωση του ελληνισμού στο σύνολο του νησιού.
Εδώ και 4 δεκαετίες έχουμε φάει στη μάπα τον κάθε κατεργάρη της υποτιθέμενα σκληρής γραμμής στο κυπριακό να μιλά γενικά και αόριστα για να καλλιεργεί τον εκφοβισμό έναντι κάθε προσπάθειας να επεξηγηθούν από την πολιτική ηγεσία (στο βαθμό φυσικά που και η ίδια η ηγεσία ήθελε να το πράξει) οι αλήθειες και τα πραγματικά διλήμματα γύρω από το κυπριακό.
Μακάρι το κυπριακό να ήταν διαγωνισμός συνθημάτων και να κέρδιζε ο καλύτερος. Μακάρι ο χρόνος να λειτουργούσε υπέρ μας, μακάρι να μην υπήρχε καν αυτό το πρόβλημα. Αλλά τίποτα από τα πιο πάνω δεν ισχύει. Είναι πάντα πιο εύκολο να ακολουθείς το ρεύμα. Να μην μιλάς για αυτά που πληγώνουν. Να μην κακοκαρδίζεις κανένα και να αφήνεις όλους να ζουν ευτυχής στην κοσμάρα τους. Έτσι θα είσαι και αρεστός και ακίνδυνος για το σύστημα, συμβατός με το κατεστημένο συντήρησης του στάτους quo. Αλλά όσοι φτάσαμε και γνωρίσαμε τον Γλαύκο Κληρίδη δε μας το επιτρέπει η συνείδησή μας να εγκαταλείψουμε το όραμα για λύση του κυπριακού για μικροπολιτικές σκοπιμότητες.
Όσοι διαφωνούν με τη λύση είναι δικαίωμά τους. Αλλά να διαφωνούν έντιμα και με το χέρι στην καρδιά και κοιτάζοντας τον κάθε πρόσφυγα στα μάτια να του εξηγήσουν με ποιο τρόπο η υφιστάμενη κατάσταση ή η συμφωνημένη διχοτόμηση είναι καλύτερη από την επανένωση.
Φτάνει αοριστολογίες, προφητείες και ένα σωρό άλλες κοροϊδίες.
Υ.Γ. τα στελέχη του ΔΗΣΥ δε χρειάζονται ούτε έγκριση αλλά ούτε και υποκίνηση από τον οποιοδήποτε για να πουν αυτά που πιστεύουν.
Γράφει: Ξένια Κωνσταντίνου