Η νέα προσπάθεια σίγουρα δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς.
Η δυσκολία στην εξεύρεση κοινής αντίληψης και συμφωνίας στην έκδοση του κοινού ανακοινωθέν δεν αποτελεί παρά μόνο την πρώτη απτή δημόσια απόδειξη για τη διστακτικότητα της παρούσας τ/κ ηγεσίας να επικυρώσει τη συμφωνημένη βάση λύσης.
Βεβαίως, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι εντός της τ/κ κοινότητας παρουσιάζονται σημαντικές διαφοροποιήσεις στις θέσεις των διαφόρων κομματικών σχηματισμών. Εν τούτοις, η θέση που προβάλλει ο Έρογλου και η διαπραγματευτική του ομάδα -όπως άλλωστε ανέκαθεν οι ακραίες και διχοτομικές απόψεις στο κυπριακό- βρίσκουν πρόσφορο έδαφος σε σημαντικό κομμάτι της ΤΚ κοινότητας.
Η βασική επιχειρηματολογία Έρογλου και των υποστηρικτών του συνοψίζεται στο ότι η ομοσπονδία θα επικυρώσει την κυριαρχία και την πληθυσμιακή υπεροχή της ε/κ κοινότητας έναντι των τουρκοκυπρίων. Αυτή άλλωστε ήταν και η πάγια διακηρυγμένη θέση του Ντενκτάς ο οποίος επέμενε σε λύση δύο κρατών για να καταλήξει -κάτω από το βάρος των διεθνών πιέσεων- σε λύση συνομοσπονδίας ούτως ώστε να διασφαλίζει την διακριτή ύπαρξη της ΤΚ κοινότητας και αν χρειαστεί τη δυνατότητα απόσχισης. Η στροφή προς την ομοσπονδία ήταν αποτέλεσμα του παραμερισμού του Ντενκτάς από την Τουρκία η οποία αξιολογούσε την ένταξή της στην Ε.Ε. ως σημαντικότερη της συνέχισης της παρουσίας της στο νησί, του καταλυτικού ρόλου του Ταλάτ και του Ρεπουπλικανικού Τουρκικού Κόμματος αλλά και της αλλαγής του ισοζυγίου δυνάμεων στην τ/κ κοινότητα, που είχε ως αποτέλεσμα της κυριαρχίας της θέλησης και επιθυμίας των Τουρκοκυπρίων να απεγκλωβιστούν από το σφιχταγκάλιασμα της Τουρκίας και να βγουν από τη διεθνή απομόνωση μέσα από την ένταξη τους στην Ε.Ε. που Τα αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων του 2004 δεν εκπλήρωσαν τον πόθο των τ/κ για λύση και ένταξη, παρόλο που έκτοτε, η τ/κ κοινότητα ακολούθησε μια ανοδική πορεία σε μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο.
Την τελευταία δεκαετία για διάφορους λόγους δε δημιουργήθηκαν πότε πραγματικά οι συγκυρίες που να σπρώχνουν το κυπριακό προς τη λύση του. Έτσι ακόμη και οι τουρκοκυπριακές ηγεσίες που εναντιώνονται στη ΔΔΟ δε βρέθηκαν στην ανάγκη να αποκαλύψουν την αντίθεσή τους. Η εκλογή του Νίκου Αναστασιάδη τον περασμένο Φεβρουάριο σε συνδυασμό με το αυξημένο διεθνές ενδιαφέρον, τα αναδιάταξη των γεωστρατηγικών συμφερόντων που δημιούργησε η προοπτική αξιοποίησης του φυσικού αερίου επανέφερε το κυπριακό στο προσκήνιο με τρόπο επιβλητικό.
Ο Νίκος Αναστασιάδης με τις πρωτοβουλίες του δεν άφησε πολλά περιθώρια στον Έρογλου για τακτικισμούς με αποτέλεσμα να τον αναγκάσει να δημοσιοποιήσει με τρόπο πολιτικά «μη ραφιναρισμένο» την αντίθεσή του με την επιδιωκόμενη βάση λύσης.
Που μας αφήνει όμως αυτό;
Αν το κυπριακό είναι θέμα εντυπώσεων, αυτές τις έχει κερδίσει η δική μας πλευρά ως εκείνη με την πραγματική θέληση να προχωρήσει σε συνολική λύση στη βάση της ΔΔΟ όπως καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα. Όμως, πέρα από το επικοινωνιακό κομμάτι το κυπριακό είναι ένα πολιτικό πρόβλημα το οποίο αν παραμείνει άλυτο ή αν η επίλυσή του αφεθεί σε βάθος χρόνου, θα οδηγήσει στην επικύρωση των τετελεσμένων της κατοχής με περισσότερες αρνητικές συνέπειες για τη δική μας πλευρά.
Κατά συνέπεια, η μόνη μας ρεαλιστική επιλογή είναι η άμεση έξοδος από το τέλμα στο οποίο έχουμε οδηγηθεί ένεκα της αρνητικής στάσης Έρογλου. Η άσκηση πιέσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα Ηνωμένα Έθνη και τα κράτη μέλη του Σ.Α. είναι αναγκαία για να επικρατήσουν οι φωνές που υποστηρίζουν την ομοσπονδία. Η πλευρά μας θα πρέπει να κάνει ξεκάθαρο ότι η μη λύση ή μια λύση συνομοσπονδίας θα αποτελεί κίνδυνο για τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή.
Αυτονόητα θα πρέπει στη συνέχεια και εφόσον επικυρωθεί η βάση διαπραγμάτευσης να παραμείνουμε αταλάντευτα προσηλωμένοι στην εξυπηρέτηση του στόχου εξεύρεσης συνολικής διευθέτησης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος η οποία να διασφαλίζει τις ανησυχίες και των δύο κοινοτήτων. Η ασφάλεια, ή καλύτερα η αν-ασφάλεια, παραμένει ίσως το μεγαλύτερο αγκάθι στις μετά το ’60 σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων με την τ/κ πλευρά να τρέμει το ενδεχόμενο να βρεθεί ξανά σε καθεστώς ή ρόλο μειονότητας και την ε/κ πλευρά να τρέμει την στρατιωτική ισχύ της Τουρκίας και το ενδεχόμενο μιας νέας επέμβασης.
Για αυτό οι αρχές της πολιτικής ισότητας και της δημιουργίας θεσμών και εργαλείων συνεργασίας είναι ουσιαστικές για την εύρυθμη λειτουργία του νέου κράτους. Η από κοινού διαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων για ανοικοδόμηση καθώς και η συν-εκμετάλλευση των φυσικών πηγών ενέργειας θα αποτελέσουν ισχυρά οικονομικά εργαλεία για να οδηγήσουν στην οικονομική και κοινωνική ζύμωση που θα υποβοηθήσει στην πολιτική συνεργασία. Διασκεδάζοντας τις ανησυχίες των τ/κ για οικονομική και πολιτική υποδούλωσή τους στα πλαίσια μιας λύσης βασισμένης στη ΔΔΟ ανοίγουμε το δρόμο για να πετύχουμε συμφωνία που να διασφαλίζει την πλήρη αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων καθώς και την απαγκίστρωση από τις συνθήκες εγγυήσεων. Ενεργώντας με άξονα την οικοδόμηση εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο κοινότητες και λαμβάνοντας μέτρα που θα επιτρέψουν στην πλειοψηφία των ΤΚ να απαλλαγούν από το αίσθημα απειλής – πείθοντας, με άλλα λόγια, ότι είμαστε ειλικρινείς στην επιδίωξη μιας λύσης που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα και θα εγγυάται την ασφάλεια του συνόλου του κυπριακού λαού, απογυμνώνουμε και εκθέτουμε πολιτικά τον Έρογλου και τους οπαδούς διαχωριστικών λύσεων δίνοντας έτσι μια τελευταία ίσως προοπτική στην επανένωση.
Για χρόνια έχουμε επενδύσει στην αδιαλλαξία της ΤΚ πλευράς προκειμένου να κερδίσουμε τις εντυπώσεις και τη συμπάθεια εντός της διεθνούς κοινότητας. Καιρός είναι να αρχίσουμε να επενδύουμε στις διαλλακτικότερες πολιτικές δυνάμεις εντός της ΤΚ κοινότητας, εκείνες που οραματίζονται μια ενωμένη Κύπρο. Το κέρδος μας σε αυτή την περίπτωση θα είναι πολλαπλάσιο από τις απλές εντυπώσεις.
Γράφει: Ξένια Κωνσταντίνου