Η πρόταση του ΑΚΕΛ για έξοδο από το μνημόνιο συνοψίζεται στα εξής:
- Έξοδος από το ευρώ (Χωρίς να μπορούν να εγγυηθούν ότι μια τέτοια επιλογή δε θα συνεπάγεται και έξοδο από την Ε.Ε. )
- Επιστροφή σε εγχώριο νόμισμα
- Στάση πληρωμών σε σχέση με τους εξωτερικούς δανειστές
Αρχικά αξίζει να σχολιαστεί η εμφανής προχειρότητα με την οποία ετοιμάστηκε η πρόταση, πράγμα που φανερώνει έλλειψη σοβαρότητας αλλά και σεβασμού, τόσο προς τους πολίτες, όσο και προς το ίδιο το πολιτικό σύστημα. Είναι πιστεύω αυτονόητο πως κάθε πολιτική πρόταση, ειδικά δε όταν κατατίθεται επίσημα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στα πολιτικά κόμματα, ότι οφείλει, το περιεχόμενο και η εικόνα της να ανταποκρίνονται στο επίπεδο πολιτικού πολιτισμού που προσδοκούμε να έχουμε.
Το να καταθέτεις μια ανυπόγραφη πρόταση γεμάτη με επαναλήψεις, αντιφάσεις και αυτούσιες αντιγραφές από άλλες πηγές δίχως αναφορές είναι επιεικώς απαράδεκτο. Μια σοβαρή πολιτική πρόταση θα είχε τουλάχιστον αρχή, μέση και τέλος και θα επιχειρούσε να πείσει με ισχυρά επιχειρήματα γιατί η δεδομένη εισήγηση είναι δυνητικά καλύτερη από την εφαρμογή του μνημονίου.
Αντί του πιο πάνω, η πρόταση του ΑΚΕΛ αδυνατεί να δώσει ολοκληρωμένη εισήγηση ακόμη και στη βασική του πρόταση, δηλαδή, με ποιο τρόπο επιτυγχάνεται η έξοδος από το ευρώ, τη στιγμή ειδικά, που αυτό αποτελεί μέρος της Συνθήκης Προσχώρησης της Κύπρου μέσα στην Ε.Ε.. Στην καλύτερη περίπτωση το ΑΚΕΛ εισηγείται αυτό να γίνει μετά από διαπραγμάτευση με τους ευρωπαίους εταίρους. Εισηγούνται με άλλα λόγια ένα άλλο μνημόνιο;
Η πρόταση δεν ξεκαθαρίζει επίσης με ποιο τρόπο θα καταστεί εφικτή η αποπληρωμή του εξωτερικού δημόσιου χρέους, γι’ αυτό και οι συντάκτες της πρότασης τείνουν να υποστηρίξουν στάση πληρωμών. Για την ακρίβεια, ομολογούν ότι το εξωτερικό χρέος θα είναι ανέφικτο να αποπληρωθεί και για τούτο εισηγούνται τη στάση πληρωμών του εξωτερικού χρέους. Αλλά δεν προτείνεται κανένα πλάνο για την αντιμετώπιση της πλήρους απώλειας κάθε ίχνους φερεγγυότητας από μέρους της κυπριακής οικονομίας.
Το μόνο που είναι ξεκάθαρο από την πρόταση είναι πως οι συντάκτες δεν ανησυχούν για την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος επειδή οι ίδιοι θεωρούν ότι «το ισχυρό πλήγμα που θα δεχθεί το τραπεζικό σύστημα και η συρρίκνωση της οικονομίας από την έξοδο από το ευρώ έχει ήδη συντελεστεί».
Είναι πάντως ενδιαφέρον ότι μέσα στην ίδια την πρόταση, αναφέρεται ότι «μια ενδεχόμενη έξοδος της Κύπρου από το ευρώ θα πρέπει να συνυπολογίσει και πιθανή αντίδραση της Τουρκίας, σε σχέση με το φυσικό αέριο της Κύπρου.» (σελ.4). Ενώ λίγο πιο κάτω, αναφέρεται ότι με την εφαρμογή των εισηγήσεων που η πρόταση υποστηρίζει η Κύπρος θα είναι: «μια χώρα εκτός αγορών με δημόσιο χρέος που αδυνατεί εκ των πραγμάτων να εξυπηρετήσει. Ο βαθμός της υποτίμησης ενός νομίσματος είναι απρόβλεπτος και διαφέρει μεταξύ οικονομιών. Είναι πρακτικά αδύνατο να προβλεφθεί επακριβώς κυρίως διότι εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες εξόδου της χώρας … η ιστορική εμπειρία δεικνύει ότι ο πληθωρισμός τείνει να αυξηθεί σε οικονομίες με πτώση της συναλλαγματικής ισοτιμίας» (σελ.8). !
Εν τούτοις, παρ’ όλες τις τραγικές διαπιστώσεις, οι συντάκτες της πρότασης δεν παραλείπουν να κάνουν αναφορά σε περισπούδαστες εισηγήσεις για άλλα εξίσου σημαντικά ζητήματα όπως …. τις μηχανές αποδοχής κερμάτων με εισηγήσεις του τύπου, «τα νέα νομίσματα να έχουν το ίδιο μέγεθος με τα κέρματα του ευρώ» (σελ.58). Αλλά και πιο σουρεαλιστικές εισηγήσεις κάτω από την ενότητα «Τοποθέτηση εγχώριου νομίσματος» (σελ. 57), όπου προκρίνεται ως καλύτερη επιλογή «να λειτουργήσει η οικονομία χωρίς μετρητά μέχρι να ετοιμαστούν τα νέα νομίσματα», λύση που οι μυστήριοι συντάκτες προκρίνουν ως την «λιγότερο προβληματική από ότι εκ πρώτης όψεως φαίνεται, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των συναλλαγών ούτως ή άλλως γίνεται χωρίς μετρητά»!
Η πρόταση κλείνει με το κεφάλαιο «Ενέργεια» στο οποίο οι συντάκτες -θέλοντας προφανώς να κλείσουν το πόνημά τους με μια νότα αισιοδοξίας-, αναφέρουν ότι τα έσοδα από την εξόρυξη μέχρι το 2025 θα φτάσουν τα 5.3 δις! Κάπου εδώ η φράση “ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι” αποκτά καινούργιο νόημα ενώ το «πρόταση για γέλια ή για κλάματα» είναι το ελάχιστο που μπορεί να ισχυριστεί κανείς.
Γράφει: Ξένια Κωνσταντίνου