Home Ξένια Κωνσταντίνου Ξεθάβοντας παιδικές αναμνήσεις… Της Ξένιας Κωνσταντίνου

Ξεθάβοντας παιδικές αναμνήσεις… Της Ξένιας Κωνσταντίνου

xeniaanamnia

 


Μεγάλωσα σε ένα σπίτι στην Παπαρηγοπούλλου στην ενορία του Αγίου Νικολάου στη Λάρνακα. Στην πίσω αυλή υπήρχαν τα λεγόμενα «βοηθητικά» δωμάτια στα οποία έμεναν οι γιαγιά και ο παππούς από την πλευρά της μητέρας μου.

Στα «βοηθητικά» αυτά δωμάτια -που ουσιαστικά ήταν ότι είχε απομείνει από ένα παλαιότερο σπίτι που έδωσε πλέον τη θέση του στο δικό μας πατρικό- κυριαρχούσαν παντού οι φωτογραφίες του νεαρού Χριστάκη. Φωτογραφίες κάθε μεγέθους, οι πλείστες ασπρόμαυρες και ξεθωριασμένες, οι περισσότερες δίχως κορνίζες αλλά τοποθετημένες με προσοχή σχημάτιζαν σειρά η μία δίπλα στην άλλη πάνω από κάθε έπιπλο.  

Στην οικογένεια μας είχαν μιλήσει από πολύ νωρίς για τον αγνοούμενο θείο. Οι περιγραφές ήταν συχνές και με κάθε λεπτομέρεια. Μάθαμε τι φαγητό του άρεσε, ξέραμε τι σκανδαλιές είχε κάνει, πως οδηγούσε, πως φώναζε την μάνα του, πως τον αποχαιρέτησαν εκείνη την τελευταία ημέρα που τον είδαν. Κάποιες φορές άκουγα τους μεγάλους να μιλάνε για τα διάφορα σενάρια ως προς το τι μπορεί να είχε συμβεί. Το σενάριο να ήταν νεκρός δεν υπήρχε ή καλύτερα, δε θέλαμε να υπάρχει γι αυτό και δεν το συζητούσε κανείς. Αντίθετα μάλιστα, η γιαγιά μου ήθελε τόσο πολύ να πείσει τον εαυτό της ότι ήταν ζωντανός και ότι μια μέρα θα γυρίσει που καμιά φορά στην απόγνωση της πάνω μονολογούσε, «ας είναι καλά και αν έμεινε στην Τουρκία και παντρεύτηκε Τουρκάλα δεν πειράζει…». Η παιδική μου φαντασία μαζί με την κατανόηση έμπλεκαν. Δεν ήξερα τι να πιστέψω. Κάποιες φορές νόμιζα ότι σχεδόν τον είχα δει αυτόν τον ψηλό, λιγνό θείο να επιστρέφει με τα στρατιωτικά του, όπως ακριβώς ήταν στις φωτογραφίες.  

Έτσι περνούσαν οι μήνες και τα χρόνια ώσπου κάποια στιγμή τη γιαγιά τη χάσαμε από ένα ξαφνικό εγκεφαλικό κάπου εκεί στα εξήντα της. Η μάνα μου επιμένει μέχρι σήμερα ότι δεν άντεξε το κεφάλι της όλη αυτή την αγωνία της εξαφάνισης του Χριστάκη και το ίδιο πιστεύω και εγώ. Μετά από μερικά χρόνια την ακολούθησε και ο παππούς. 

Τα χρόνια πέρασαν, φύγαμε από εκείνο το σπίτι. Τις φωτογραφίες τις πήραμε μαζί μας. Μαζί και το μίσος. Το «βρωμότουρτζιοι» ήταν το πρώτο και το τελευταίο που ψέλλιζε η μάνα μου τότε κάθε φορά που κάποια συζήτηση ανοιγόταν για το κυπριακό και το ’74. Από ένα σημείο και μετά οι ελπίδες άρχισαν να σβήνουν, μετά δεν το συζητούσαμε πλέον αλλά όλοι γνωρίζαμε ότι ο Χριστάκης είναι νεκρός.  

Στα χρόνια που πέρασαν, η επίσημη προπαγάνδα για τους αγνοούμενους άρχισε να ξεγυμνώνεται προκαλώντας την οργή αρκετών συγγενών περιλαμβανομένης και της δικής μου οικογένειας. Καθοριστική ήταν όμως η ημέρα που η Σεβγκιούλ Ουλουτάγκ αναζήτησε -δίχως υστεροβουλία- και τον δικό μας άνθρωπο και γνωρίστηκε με τη μητέρα μου. Τότε ήταν που το δράμα των αγνοουμένων ξεδιπλώθηκε στις πραγματικές του διαστάσεις. 

Πριν από τέσσερα περίπου χρόνια την πόρτα μας χτύπησαν οι λειτουργοί της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοούμενους. Οι μαρτυρίες που συνέλεξε η ΔΕΑ κατέληγαν στο ότι στρατιώτες του 216 πιάστηκαν αιχμάλωτοι στο Παλαίκυθρο και μεταφέρθηκαν σε τουρκοκυπριακά χωριά όπου παραδόθηκαν σε άτακτες ομάδες ένοπλων τουρκοκυπρίων με τη γνωστή πλέον τραγική κατάληξη. 

Σε όλη αυτή την περίοδο της αναζήτησης όμως άλλαξαν τόσα πολλά που ο πόνος της κατάληξης δεν μετουσιώθηκε σε επιπλέον μίσος αλλά σε μάθημα ζωής. Όχι από αφέλεια αλλά από εμπειρία. «Να φροντίσετε να μάθετε να ζείτε ειρηνικά», λέει πλέον η μάνα μου, σχεδόν, θυμωμένη. «Ποτέ ξανά πόλεμος».  

… Μόλις χθες ανακοινώθηκε ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά ενημέρωσε επίσημα ότι κατέχει ενδείξεις ότι δίπλα από τις τουρκοκυπριακές φυλακές ετάφησαν μαζικά πεσόντες Ελληνοκύπριοι από τις μάχες της Λευκωσίας. Ενώ ζητά και την επανεκταφή των 126 Τ/Κ που δολοφονήθηκαν το 1974 από τα χωριά Μάραθα, Αλόα και Σανδαλάρη.  

Μου πήρε πολλά χρόνια για να μάθω τον πόνο αντί να τον μετρώ, να τον σέβομαι. Έμαθα ότι είναι ένα να κάνεις πολιτική ανάλυση γεγονότων, να αναλύεις το διεθνές δίκαιο και τις συμβάσεις και είναι άλλο να αναλύεις τον ανθρώπινο πόνο. Μπροστά στο τελευταίο, το μόνο που ταιριάζει είναι σεβασμός. Η αξιοποίηση της κάθε πληροφορίας και η διακρίβωση της τύχης του κάθε αγνοούμενου θα αποτελεί ένδειξη σεβασμού και προς τις οικογένειες αλλά και θα αποτελεί ένα καλό στήριγμα για την διαδικασία επίλυσης που βρίσκεται σε εξέλιξη…

Γράφει:  Ξένια Κωνσταντίνου

 Πρόεδρος ΓΟΔΗΣΥ