Ανήκω στην κατηγορία εκείνων που πιστεύουν ότι η καθ’ αυτή λύση του Κυπριακού, δηλαδή η σύνταξη του νέου συντάγματος και των μεταβατικών προνοιών που θα διέπουν την ομόσπονδη Κύπρο, μπορεί να εξευρεθεί σχετικά εύκολα με την προϋπόθεση ότι θα προηγηθεί διαπραγμάτευση σε θετικό πνεύμα και στηριζόμενη στη σε βάθος αλληλοκατανόηση των αναγκών της κάθε κοινότητας και του συμφέροντος του συνόλου.
Από την άλλη θεωρώ ως εξαιρετικά δύσκολο την αποδοχή και εφαρμογή της οποιασδήποτε λύσης από μια σημαντική μερίδα πολιτών και πολιτικών ηγεσιών. Γι’ αυτό εξάλλου κάθε παράθυρο ελπίδας που διανοίγεται συντρίβεται στο τείχος της πομπώδους, αόριστης και προπάντων ανέφικτης συνθηματολογίας που αναπτύσσεται εδώ και δεκαετίες γύρω από τις παραμέτρους της λύσης. Το «δεν αποδεχόμαστε» κρίνεται από ορισμένους ως αρκετό για να διατηρήσουμε επιφανειακά μια «καθαρή συνείδηση», παραβλέποντας το γεγονός της διαιώνισης του προβλήματος.
Η δε εφαρμογή, παραμένει ένα άλλο τεράστιο ερωτηματικό ακόμη και για τους πιο αισιόδοξους ένεκα του ταραχώδους παρελθόντος αλλά κυρίως και της έλλειψης καλλιέργειας κουλτούρας που να τοποθετεί το μέλλον των δύο κοινοτήτων ως συνεργαζόμενα μέρη ενός ενιαίου και αδιάσπαστου συνόλου.
Πιστεύω ότι αποτελεί αναντίλεκτο γεγονός ότι η επίκληση του «δικαίου της ανάγκης» πέτυχε να συντηρήσει την υπεροχή της ε/κ κοινότητας, ως de facto διαχειριστή της Κυπριακής Δημοκρατίας, έναντι των τουρκοκυπρίων μέχρι και το 2003. Το άνοιγμα όμως των οδοφραγμάτων και αργότερα η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση μιας Κύπρου με άλυτο το πρόβλημα, αποκάλυψαν μια πλειάδα σημαντικών κενών/προβλημάτων (διακίνηση ανθρώπων, ιδεών, κεφαλαίων, εμπορευμάτων) που ο προηγούμενος τρόπος σκέψης ήταν αδύνατο να διαχειριστεί εποικοδομητικά. Η Κυπριακή Δημοκρατία ήρθε και θα συνεχίσει να έρχεται σε -ακόμα περισσότερο- άβολη θέση πολλές φορές.
Ένα από τα πιο σημαντικά και ανοικτά θέματα που θέτει την Κυπριακή Δημοκρατία σε άβολη θέση είναι βεβαίως η αναγνώριση από το ΕΔΑΔ της μέχρι πρότινος παράνομης Επιτροπής Αποζημιώσεων ως εσωτερικού ένδικου μέσου για εκδίκαση υποθέσεων περιουσιών ελληνοκυπρίων. Οι ε/κ ηγεσίες προσπαθούν –μάταια θεωρώ- να διαχειριστούν την κρίση με διάφορες μεθόδους, οι οποίες είχαν χρησιμοποιηθεί και στο παρελθόν για άλλα θέματα, και που όμως οι παρούσες συνθήκες τις έχουν καταστήσει ξεπερασμένες – ενδεχομένως μάλιστα να τις κατέστησαν και επικίνδυνες για το πολιτικό μέλλον του τόπου. Πότε με φοβέρες, πότε με επίκληση στον πατριωτισμό και άλλοτε με υποσχέσεις για μελλοντικά μέτρα στήριξης των προσφύγων γίνεται προσπάθεια να αναχαιτιστεί η μαζική κατάθεση αιτήσεων στην «Επιτροπή». Την ίδια βεβαία στιγμή η Κυπριακή Δημοκρατία, εν κρυπτώ και παραβύστω, έρχεται σε φιλικούς διακανονισμούς με Τουρκοκυπρίους για εξαγορά της περιουσίας τους στις ελεύθερες περιοχές, διαδικασία που δημιουργεί de facto τις ίδιες ακριβώς καταστάσεις που υποτίθεται ότι προσπαθεί να αποφύγει με την αποτροπή προσφυγής ελληνοκυπρίων στην επιτροπή αποζημιώσεων στα κατεχόμενα.
Παρόλο που δεν πρέπει να παραγνωριστεί η καλή εργασία που έχει γίνει πρόσφατα από τη διακομματική επιτροπή και ορισμένα καλά μέτρα που έχουν προταθεί, εν τούτοις, πιστεύω ακράδαντα ότι μόνο η συνολική διευθέτηση του κυπριακού μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματική θεραπεία -όχι μόνο για το ζήτημα των αποζημιώσεων- αλλά γενικά για όλα τα ανοικτά ζητήματα που ανακύπτουν από τη μη λύση και τα οποία χρόνο με το χρόνο παγιώνουν τη ντε φάκτο αναγνώριση του ψευδοκράτους και τη μετατροπή της πράσινης γραμμής σε εξωτερικό σύνορο.
Οπότε σήμερα πλέον, 40 χρόνια μετά το ’74 το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε δεν είναι αν αποδεχόμαστε τα «τετελεσμένα της κατοχής», αλλά, αν προτιμάμε «τα τετελεσμένα της κατοχής» από «τα τετελεσμένα της λύσης». Η απάντηση αν και φαντάζει αυτονόητη στην πραγματικότητα δεν είναι και τόσο απλή. Επειδή 40 χρόνια ίσως να είναι λίγα για να σβήσουν τα μίση και την καχυποψία, είναι όμως από την άλλη αρκετά για να δημιουργήσουν ισχυρά κατεστημένα συμφέροντα και νοοτροπίες που καλλιεργούν την εντύπωση– δίχως να το λένε ανοικτά- ότι η διχοτόμηση είναι η πιο συμφέρουσα λύση.
Γράφει: Ξένια Κωνσταντίνου