Σύμφωνα με τον πρόεδρο Αναστασιάδη, στις διακοινοτικές συνομιλίες έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος και είναι εφικτό το 2016 να είναι χρονιά λύσης του Κυπριακού.
Η διαπραγματευτική διαδικασία αναμένεται να τρέξει γρήγορα και αποφασιστικά από τον Ιούνιο με στόχο να υπάρξει συμφωνία και ακολούθως δημοψηφίσματα το Φθινόπωρο του 2016. Στο βαθμό που αυτά ισχύουν, η απόφαση της κυβέρνησης να δημιουργήσει επαγγελματικό στρατό με την πρόσληψη τριών χιλιάδων πρόσθετων «επαγγελματιών οπλιτών» εύλογα προκαλεί απορίες.
Αυτό που στην ουσία έχει ανακοινώσει το Υπουργικό Συμβούλιο είναι η δημιουργία πολυάριθμου επαγγελματικού στρατού, ασχέτως αν για ευνόητους λόγους προτάσσεται η μείωση της θητείας των κληρωτών στους 14 μήνες. Η δημιουργία κατά βάση επαγγελματικού στρατού, με χιλιάδες στελέχη και με αυξημένες εξοπλιστικές απαιτήσεις, συνιστά σαφή επιλογή περαιτέρω στρατιωτικοποίησης του νησιού. Τρεις χιλιάδες επαγγελματίες οπλίτες, μαζί με τους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς που ήδη υπηρετούν, συν τρεις χιλιάδες κληρωτούς 14μηνης θητείας, δίνουν ένα τεράστιο άθροισμα για τα γεωγραφικά και πληθυσμιακά δεδομένα της μικρής Κύπρου.
Εύλογα, λοιπόν, τίθενται τα ερωτήματα. Αυτό είναι το όραμά μας για τον τόπο και το λαό μας; Τι σχέση έχει η φιλοσοφία του πολυάριθμού επαγγελματικού στρατού με το στόχο της επανένωσης σε ένα ομοσπονδιακό κράτος, μια Κύπρο χωρίς ξένους στρατούς και εγγυήσεις; Αν στόχος είναι η λύση εντός του 2016, δηλαδή σε μερικούς μήνες, τι νόημα έχει η εξαγγελία σήμερα ενός μέτρου που, στην καλύτερη περίπτωση, θα αρχίσει να υλοποιείται αρχές του 2017; Γιατί εξαγγέλλεται ένα μέτρο που η υλοποίησή του προϋποθέτει ναυάγιο στις συνομιλίες;
Η μείωση της στρατιωτικής θητείας των κληρωτών θα έπρεπε να είχε γίνει από καιρό. Μπορεί να γίνει και σήμερα. Εμποδίστηκε όλα αυτά τα χρόνια από τα συμφέροντα που κινούνται εντός και γύρω από τις ένοπλες δυνάμεις και από το φόβο επικρίσεων περί δήθεν αποδυνάμωσης του «αξιόμαχου» της Εθνικής Φρουράς. Η διασύνδεση της μείωση της θητείας των κληρωτών με την πρόσληψη χιλιάδων επαγγελματιών οπλιτών, ελαύνεται από εμμονές στρατιωτικών κύκλων, εξυπηρετεί τα μεγάλα συμφέροντα που λυμαίνονται το χώρο και δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τη δυνατότητα της Κύπρου να προστατευτεί από ξένη επιβουλή. Τους διπλάσιους επαγγελματίες οπλίτες να προσλάβουμε και τα τριπλάσια χρήματα να δαπανήσουμε σε εξοπλισμούς, οι ελληνοκυπριακές ένοπλες δυνάμεις δεν μπορούν να αντέξουν σε επίθεση ισχυρής χώρας (π.χ. Τουρκίας) παρά μόνο για λίγες ώρες. Αυτή την πραγματικότητα, που δεν είναι σημερινή, την ξέρουν πολύ καλά και η πολιτική και η στρατιωτική ηγεσία. Τα περί «αξιόμαχου» είναι για εσωτερική κατανάλωση.
Το λυπηρό στην όλη υπόθεση είναι ότι η κυβέρνηση δίνει την εντύπωση ότι η επίτευξη συμφωνημένης λύσης στο Κυπριακό εντός του 2016 δεν είναι η αποκλειστική της προτεραιότητα. Πρώτη έγνοια φαίνεται να είναι η διαχείριση της εξουσίας και η νομή των ωφελημάτων της, με ή χωρίς λύση. Λίγους μήνες πριν τη λύση και την αναμενόμενη «πρώτη μέρα», η κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε ολοκληρώσει και να είχε ανακοινώσει μελέτες για το μέλλον όσων ήδη υπηρετούν επαγγελματικά στις ένοπλες δυνάμεις. Να δώσει σαφείς και ξεκάθαρες απαντήσεις για το πού θα βρεθούν αυτοί οι άνθρωποι την «πρώτη μέρα» της λύσης. Όχι να ανακοινώνει την πρόθεση πρόσληψης πρόσθετων τριών χιλιάδων με σχεδιασμό 15ετίας.
Στην πιο πάνω κριτική, ανεπίσημα δίνεται η απάντηση ότι οι επαγγελματίες οπλίτες είναι αναγκαίοι και για την ασφάλεια της ομοσπονδιακής κυβέρνησης (σε περίπτωση λύσης). Αν όμως οι δύο ηγέτες συμφώνησαν στην ύπαρξη κοινού ομοσπονδιακού στρατού, αυτή θα ήταν μια σημαντική σύγκλιση που θα ανακοινωνόταν μέχρι σήμερα. Από κοινού και όχι μονομερώς. Ακόμη όμως κι αν προσεχώς συμφωνηθεί η δημιουργία ενός ένοπλου ομοσπονδιακού σώματος για σκοπούς επιτήρησης συνόρων, έρευνας και διάσωσης, θα πρόκειται για ένα ευέλικτο και ολιγάριθμο σχήμα. Όχι για μερικές χιλιάδες ενόπλων επαγγελματιών, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, στη βάση «σχεδιασμών» άσχετων με τις ανάγκες της ομοσπονδιακής Κύπρου.
Λυπούμαι ειλικρινά για τον Πρόεδρο, τους αρμόδιους Υπουργούς και τον Αβέρωφ Νεοφύτου, που χειρίζονται το θέμα αυτό με επιπολαιότητα και επιτηδειότητα ανάρμοστη του ρόλου και της ιστορικής τους ευθύνης. Έχοντας την αλαζονική πεποίθηση ότι θα τους χειροκροτούμε άπαντες με θαυμασμό.
Γράφει: Βασίλης Πρωτοπαπάς