Home Βασίλης Πρωτοπαπάς Ασφάλεια και εγγυήσεις. Του Βασίλη Πρωτοπαπά

Ασφάλεια και εγγυήσεις. Του Βασίλη Πρωτοπαπά

vasprossimage1

Σε ερώτηση για το θέμα των εγγυήσεων, αφού σημείωσε πως θα πρέπει να λυθεί με τη συμμετοχή απευθείας των ενδιαφερομένων χωρών, ο Ρώσος Πρέσβης τόνισε ότι η Μόσχα «δεν μπορεί να δεχθεί εγγυήσεις του ΝΑΤΟ».


Ο Πρέσβης δεν αποκήρυξε τις εγγυήσεις ως ένα αναχρονισμό που δεν έχει θέση στον σύγχρονο κόσμο. Αντιθέτως, εμμέσως πλην σαφώς διεκδίκησε για τη χώρα του ρόλο σε μια πιθανή αναθεώρηση των συνθηκών του 1960. Αποφεύγοντας, για μια ακόμη φορά, την παραμικρή αναφορά στην παραβίαση των συνθηκών εγγυήσεως από την Τουρκία και στη συνεχιζόμενη κατοχή της Κύπρου από τον τουρκικό στρατό. 

Πέρα από τις δηλώσεις αυτές, που έπεσαν στα μαλακά απ΄ όσους δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους, η ουσία είναι πως η Κυπριακή Δημοκρατία εξακολουθεί να δεσμεύεται από τις συνθήκες εγγυήσεως του 1960. Συνθήκες που επιτρέπουν σε ξένα κράτη (Βρετανία, Τουρκία, Ελλάδα) την από κοινού ή μονομερή στρατιωτική επέμβαση στο νησί. Οι πρόνοιες αυτές συνιστούν αναμφίβολα έναν αναχρονισμό, ωστόσο πρόκειται για μια διεθνή συνθήκη που για να αναθεωρηθεί χρειάζεται η συμφωνία όλων των συμβαλλομένων μερών, αλλά και των ισχυρών της διεθνούς κοινότητας, σύμφωνα με τον Ρώσο Πρέσβη. 

Η ελληνοκυπριακή πλευρά, έχοντας την τραυματική εμπειρία του 1974 εύλογα υποστηρίζει την κατάργηση οποιουδήποτε συστήματος ξένων εγγυήσεων. Το 1974 η χουντική ελληνική κυβέρνηση ανέτρεψε τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, η τουρκική κυβέρνηση διενέργησε ευρείας κλίμακας στρατιωτική επέμβαση που μόνο την συνταγματική τάξη δεν αποκατέστησε, ενώ η βρετανική κυβέρνηση παρέμεινε ουσιαστικά αδρανής. Στην ελληνοκυπριακή συλλογική συνείδηση οι εγγυήσεις είναι ταυτισμένες με τις ξένες επεμβάσεις και τον πόλεμο. Αποτελούν παράγοντα αποσταθεροποίησης και ανασφάλειας παρά σταθερότητας και ειρήνης. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τους Τουρκοκύπριους, που βίωσαν εντελώς διαφορετικά τα γεγονότα του 1974. Οι Τουρκοκύπριοι δεν διανοούνται επανένωση της Κύπρου χωρίς ένα σύστημα εγγυήσεων, όχι από οποιαδήποτε τρίτη χώρα αλλά ονομαστικά από την Τουρκία. Όσοι νομίζουν ότι αυτό υποβάλλεται στους Τουρκοκύπριους από την Τουρκία απλά έχουν λάθος πληροφόρηση και αντίληψη. Οι Τουρκοκύπριοι, ως συλλογική κοινότητα, φοβούνται τους Ελληνοκύπριους στον ίδιο βαθμό που οι Ελληνοκύπριοι φοβούνται την Τουρκία.

Στο ζήτημα λοιπόν της ασφάλειας, η αναζήτηση μιας φόρμουλας που θα ικανοποιεί και τις δύο πλευρές μοιάζει εξαιρετικά δύσκολη. Η «λύση ΝΑΤΟ», που με επιτήδειο τρόπο διάφοροι αναδεικνύουν για να προκαλέσουν εσωτερικές αντιπαραθέσεις, αφενός απορρίπτεται συντριπτικά από τους Ελληνοκύπριους αφετέρου δεν ικανοποιεί τους Τουρκοκύπριους. Κι είναι αμφίβολο αν ενδιαφέρει το ίδιο το ΝΑΤΟ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήταν μια κάποια λύση, αν διέθετε μηχανισμό ασφάλειας και άμυνας και αν ήταν περισσότερο αποδεκτή από τους Τουρκοκύπριους.

Είναι προφανές ότι χρειαζόμαστε μια δημιουργική υπέρβαση από όλες τις πλευρές. Μια διευθέτηση που θα ικανοποιεί τις ευαισθησίες και των δύο πλευρών, αλλά θα αφήνει περιθώριο αναθεώρησης (κατάργησης) αν οι επόμενες γενεές καταφέρουν, μέσα από τη συνύπαρξη και τη συνεργασία, να ξεπεράσουν ιστορικές φοβίες και ανασφάλειες. Ελάχιστος κοινός παρονομαστής πρέπει να είναι η αναθεώρηση του πλαισίου του 1960 και η κατάργηση οποιουδήποτε μονομερούς ξένου δικαιώματος επέμβασης. Ένα νέο πλαίσιο ασφάλειας πρέπει να συνιστά για τους Ελληνοκύπριους σαφή βελτίωση σε σχέση με ό,τι ισχύει από το 1960, χωρίς όμως να αφήνει ακάλυπτο το αίσθημα ανασφάλειας των Τουρκοκυπρίων. Πρόκειται για μια εξίσωση για δυνατούς λύτες. Περισσότερο όμως είναι μια πρόκληση για ηγέτες με βούληση και όραμα. Κι επειδή αυτά υπάρχουν, η εξεύρεση ρύθμισης στο ζήτημα των εγγυήσεων και συνολικής διευθέτησης στο Κυπριακό είναι εφικτή.

Γράφει: Βασίλης Πρωτοπαπάς