Είναι λυπηρό το γεγονός ότι μερίδα της πολιτικής ηγεσίας έχει επιλέξει να πολιτεύεται με σκληρή αντιπολιτευτική ρητορική σε ό,τι τεκταίνεται γύρω από το Κυπριακό.
Κάθε κίνηση, κάθε πρωτοβουλία, κάθε σύγκλιση, δέχεται επιθέσεις αμφισβήτησης και απαξίωσης. Όλα είναι μαύρα και αρνητικά για την πλευρά μας, τίποτε δεν εξελίσσεται προς τη «σωστή κατεύθυνση».
Έχουμε όμως αποφασίσει ως κοινωνία και ως πολιτική ηγεσία, υποτίθεται ομόφωνα, εδώ και πολλά χρόνια, ότι η σωστή κατεύθυνση είναι η μετάλλαξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ένα ομοσπονδιακό κράτος. Ότι δεν θα ιδρυθεί ένα νέο κράτος, αλλά ότι το υπάρχων κράτος θα αλλάξει πολιτειακή δομή. Έχουμε αποφασίσει ότι θα αποτελείται από δύο πολιτείες και ότι οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι θα διοικούν κάθε μία από αυτές. Στο διάγγελμά του στις 7 Απριλίου 2004, ο αείμνηστος Τάσσος Παπαδόπουλος έλεγε πως «είμαστε πάντα έτοιμοι για μετάλλαξη του σημερινού κράτους σε Ομοσπονδία, διζωνική, δικοινοτική Ομοσπονδία, που θα διέπεται καθοριστικά από δημοκρατικές αρχές και από πλήρη σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα». Και το επιβεβαίωσε με τον πιο δεσμευτικό τρόπο δύο χρόνια μετά, στη συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006.
Τα τελευταία πέντε χρόνια οι συνομιλίες είχαν βαλτώσει λόγω της αρνητικής στάσης του Έρογλου που επιδίωκε ξεκάθαρα συνομοσπονδιακό μοντέλο, με σοβαρές παρεκκλίσεις σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η εκλογή Ακκιντζί έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα, πρωτόγνωρα στην ιστορία των διακοινοτικών συνομιλιών. Ο Ακκιντζί συζητά πραγματική ομοσπονδία, έχει ξεκάθαρο ευρωπαϊκό προσανατολισμό και αποδέχεται την κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για όλους τους πολίτες, σε όλη την επικράτεια. Οι δύο ηγέτες αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες και τα εμπόδια, που δεν είναι λίγα, με διάθεση να τα επιλύσουν από κοινού, όχι για να επιρρίψουν ευθύνες ο ένας στον άλλο. Αυτά δεν είναι ψευδείς διαρροές με στόχο τη δημιουργία κλίματος ευφορίας. Δεν είναι προσπάθεια εξωραϊσμού του Ακκιντζί, ούτε επικοινωνιακή προπαγάνδα. Είναι η πραγματικότητα, που επισημαίνεται από τα Ηνωμένα Έθνη και έχει τη στήριξη του συνόλου των μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Κυρίως, αυτά συνιστούν δικαίωση της επιμονής, της υπομονής και των θυσιών του λαού μας.
Μπορεί να μην έχουμε ενώπιον μας ένα τελικό σχέδιο λύσης, μπορεί να υπάρχει ακόμη δρόμος και δυσκολίες, μπορεί να μην έχουν ανακοινωθεί και επεξηγηθεί οι συγκλίσεις στα διάφορα κεφάλαια, αλλά από όσα έχουν ακουστεί επισήμως προκύπτουν στοιχεία που συνιστούν τομή στην πορεία των διαπραγματεύσεων των τελευταίων ετών. Δύο μόνο εξ αυτών είναι:
• Ο αποτελεσματικός εμβολιασμός του περιεχομένου της λύσης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Οι θεμελιώδεις ελευθερίες των πολιτών δεν θα υπόκειται σε περιορισμούς και παρεκκλίσεις. Τα περί εγγυημένων πλειοψηφιών πληθυσμού και εδάφους, που ήταν η πάγια ντενκτασική θέση, δεν ισχύουν. Μπορεί η πραγματική επανένωση και ανάμιξη του πληθυσμού να απαιτήσει κάποιο χρονικό διάστημα, μικρό ή μεγάλο, αλλά αυτό θα εξαρτηθεί από τον τρόπο που η σημερινή γενιά και οι επόμενες θα επιλέξουν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους. Το πόσο θα αναμιχθούμε είναι θέμα δικής μας επιλογής.
• Το ατομικό δικαίωμα ιδιοκτησίας αναγνωρίζεται στην πράξη, όχι στη θεωρία, όχι με κούφιες υποσχέσεις, καθώς οι ιδιοκτήτες και οι κληρονόμοι τους θα έχουν δικαίωμα επιλογών (αποκατάσταση, αποζημίωση, ανταλλαγή). Όσοι διαμαρτύρονται για την αναγνώριση δικαιωμάτων και στους χρήστες, ας έχουν υπόψη ότι υπάρχουν και πολλές χιλιάδες Ελληνοκύπριοι χρήστες τουρκοκυπριακών περιουσιών στις ελεύθερες περιοχές. Κι ας σταματήσουν επιτέλους να προσβάλλουν βάναυσα την αλήθεια, όταν γνωρίζουμε πως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, συνεπεία δικών μας ανεύθυνων χειρισμών που προκλήθηκαν από τους γνωστούς κύκλους, έχει δυστυχώς στην «υπόθεση Δημόπουλος» αποφανθεί πολύ ευνοϊκά για τους χρήστες (μη αποκλειομένων των εποίκων). Μεγάλο μέρος εκείνης της δικαστικής πανωλεθρίας επιδιώκεται να διορθωθεί στις συνομιλίες που διεξάγονται σήμερα.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίες οι έντονες φωνές διαμαρτυρίας που ακούγονται από ακραία στοιχεία στην τουρκοκυπριακή και στην τουρκική πλευρά. Εκείνοι έχουν όντως σοβαρούς λόγους να διαμαρτύρονται, καθώς το κοινό όραμα και η ενοποιητική φιλοσοφία των δύο ηγετών συγκρούεται με τη διχοτομική πολιτική που υπηρέτησαν για δεκαετίες. Εμείς όμως γιατί φωνάζουμε, εκεί που θα έπρεπε να νιώθουμε ικανοποίηση και δικαίωση;
Γράφει: Βασίλης Πρωτοπαπάς