Πριν από περίπου ενάμιση χρόνο, τον Ιούνιο του 2014, το λεγόμενο «Ινστιτούτο Δημογραφικής και Μεταναστευτικής Πολιτικής» με επικεφαλής το Γιαννάκη Μάτση ανακοίνωσε «με συγκλονισμό» ότι οι Ελληνοκύπριοι έχουν συρρικνωθεί κάτω από τις 600 χιλιάδες και ότι ήδη στην Κυπριακή Δημοκρατία «αποτελούν μειονότητα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται».
Σε εκείνη τη δημόσια ανακοίνωση, το Ινστιτούτο Μάτση δήλωσε, πάντοτε «συγκλονισμένο», ότι σύμφωνα με σημερινούς υπολογισμούς στα κατεχόμενα «οι έποικοι αριθμούν από 500 μέχρι 800 χιλιάδες». Πρόκειται για χονδροειδείς ανοησίες, αν και στην κοινή γνώμη οι αριθμοί αυτοί σερβιρίστηκαν χωρίς ιδιαίτερο αντίλογο και καμία διάθεση κριτικού ελέγχου. Άλλωστε, γύρω από το Κυπριακό και τις παρενέργειές του πολλοί έχουν φτιάξει πολιτική καριέρα με προσόντα την αμετροέπεια, το θράσος και τη δημαγωγία.
Όπως μαθαίνουμε από τις σημερινές συνομιλίες για το Κυπριακό, οι δύο πλευρές φαίνεται να συμφωνούν ότι η αναλογία πολιτών στην ομόσπονδη Κυπριακή Δημοκρατία θα είναι περίπου 4 Ελληνοκύπριοι (80%) προς 1 Τουρκοκύπριο (20%). Γίνεται λόγος για περίπου 800 χιλιάδες Ελληνοκύπριους προς περίπου 220 χιλιάδες Τουρκοκύπριους. Όταν μιλάμε για «Ελληνοκύπριους» αναφερόμαστε σε όλους όσοι, πλην Τουρκοκυπρίων, έχουν λάβει υπηκοότητα από τη Δημοκρατία, περιλαμβανομένων πολιτών ρωσικής, ευρωπαϊκής, ασιατικής ή άλλης καταγωγής. Κι όταν μιλάμε για «Τουρκοκύπριους» αναφερόμαστε σε όλους όσοι έχουν την ιδιότητα του «υπηκόου» στα κατεχόμενα, περιλαμβανομένων αμιγώς Τουρκοκυπρίων αλλά και σημαντικού αριθμού Τούρκων εποίκων. Ακόμη κι αν στις 220 χιλιάδες προστεθούν, όπως έχει γραφεί, άλλες 30-40 χιλιάδες που σήμερα δεν διαθέτουν «υπηκοότητα» στα κατεχόμενα, η δημογραφική αναλογία δεν διαταράσσεται παρά ελάχιστον. Οι Ελληνοκύπριοι θα συνεχίσουν να αποτελούν πέραν του 75% των πολιτών της ομοσπονδιακής Κυπριακής Δημοκρατίας.
Οι πιο πάνω αριθμοί καταδεικνύουν πως, παρά τις εύλογες διαχρονικές ανησυχίες της ελληνοκυπριακής πλευράς, βρισκόμαστε σήμερα σε ένα σημείο όπου μπορούμε, μέσα από τη λύση, να διασφαλίσουμε ότι ο ιστορικός δημογραφικός χαρακτήρας της Κύπρου θα διατηρηθεί αλώβητος. Είναι πασιφανές ότι, ενώ υπήρξε όλα αυτά τα χρόνια συστηματικός εποικισμός από την Τουρκία, η αναλογική πληθυσμιακή υπεροχή των Ελληνοκυπρίων δεν έχει ουσιαστικά ανατραπεί. Αν κάποιος υπέστη «πλήγμα» είναι ο δημογραφικός χαρακτήρας της τουρκοκυπριακής κοινότητας, όχι της ελληνοκυπριακής. Γι αυτό, άλλωστε, η εκλογή Ακιντζί δεν είναι άσχετη με την αντίδραση της τουρκοκυπριακής κοινότητας στη διάβρωση της ιδιαίτερης ταυτότητάς της από την Τουρκία. Η σημερινή τουρκοκυπριακή ηγεσία, όπως προκύπτει και από την ανακοίνωση της περασμένης βδομάδας για τις 40 χιλιάδες «λευκές ταυτότητες», δεν επιθυμεί να δώσει «υπηκοότητα» σε άλλους εποίκους και επιλέγει, για να διαχειριστεί τις αφόρητες πιέσεις, να σπρώξει το θέμα στο απώτερο μέλλον, με προφανή στόχο να το «αποκοιμίσει».
Ορισμένοι, οι ίδιοι που δεν θέλουν καμία λύση ομοσπονδίας και προτιμούν τη διαιώνιση του στάτους κβο, έχουν την απαίτηση όπως και ο τελευταίος έποικος φορτωθεί σε ένα καράβι και σταλεί «από εκεί που ήρθε». Ο πολύς κόσμος, που αποδέχεται την ανάγκη λύσης ώστε να αποτραπεί μια και καλή ο κίνδυνος δημογραφικής αλλοίωσης, αντιλαμβάνεται ότι κάτι τέτοιο είναι εκτός λογικής και εκτός πραγματικότητας, όσο κι αν εμείς ορθά λέμε ότι ο εποικισμός είναι έγκλημα πολέμου. Εκείνο που ακόμη περισσότερος κόσμος πρέπει να κατανοήσει, με δεδομένους τους αριθμούς που προκύπτουν από τις συνομιλίες, είναι πως η δημογραφική σύνθεση της Κύπρου μπορεί να διασφαλιστεί οριστικά προς όφελος και των Ελληνοκυπρίων αλλά και των Τουρκοκυπρίων.
Η ενωμένη Κύπρος με συνολικό πληθυσμό πέραν του 1,1 εκατομμυρίων πολιτών, και με υπερδιπλάσιο αριθμό τουριστών, επισκεπτών και εποχιακών εργαζομένων, δεν κινδυνεύει από την ενσωμάτωση έστω 50-100 χιλιάδων Τούρκων εποίκων, που είτε γεννήθηκαν σε αυτό τον τόπο, είτε συνήψαν μεικτούς γάμους, είτε ζουν και εργάζονται εδώ και δεκαετίες. Όταν, ήδη, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει ενσωματώσει, και πολύ καλά έκανε, πολύ περισσότερες χιλιάδες ανθρώπων που ήρθαν από αλλού και προσφέρουν σε αυτό τον τόπο.
Γράφει: Βασίλης Πρωτοπαπάς