Ολοκληρώθηκε προχθές ένας κύκλος εντατικών συνομιλιών ανάμεσα στους δύο ηγέτες.
Με βάση τις δικές τους δημόσιες δηλώσεις, υπήρξε σημαντική πρόοδος στα κεφάλαια που έχουν συζητηθεί, με τις διαφορές να είναι μεν υπαρκτές αλλά γεφυρώσιμες στο στάδιο της τελικής διαπραγμάτευσης. Στην τελευταία μάλιστα συνάντηση άνοιξε επίσημα η συζήτηση για την πτυχή των εδαφικών ορίων κάθε πολιτείας και για το σύστημα ασφάλειας. Οι δύο ηγέτες, χωρίς να αποκρύψουν τη διάσταση απόψεων σε ορισμένα κρίσιμα ζητήματα, ανέδειξαν, για πρώτη φορά μετά από καιρό, την κοινή τους βούληση για αναζήτηση ρυθμίσεων που θα σέβονται τις ανησυχίες και τις ευαισθησίες και των δύο κοινοτήτων. Εξίσου σημαντικό, έχουν συμφωνήσει και καθορίσει 8 εντατικές συναντήσεις μέσα σε ένα μήνα, από τα μέσα Αυγούστου μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου. Σε αυτό το διάστημα θα κριθεί ουσιαστικά αν οι συνομιλίες μπορούν να εισέλθουν σε μια τελική ευθεία με προοπτική τη συμφωνία σε σύντομο χρονικό διάστημα, ή αν οι διαφορές στα ευαίσθητα για κάθε πλευρά ζητήματα θα μείνουν αγεφύρωτες, με ό,τι αυτό θα συνεπάγεται για το μέλλον αυτού που ονομάζουμε «κυπριακό πρόβλημα».
Όσοι παρακολουθούμε συστηματικά τις συνομιλίες ανάμεσα σε Αναστασιάδη και Ακιντζί, από τη μια διαπιστώνουμε τις χρόνιες παθογένειες και αδυναμίες, από την άλλη αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει η βούληση και το κοινό όραμα για συνολική συμφωνία. Με άλλα λόγια, παρά τις όποιες ανθρώπινες αδυναμίες τους, αν αυτοί οι δύο ηγέτες, σε αυτή τη γεωπολιτική συγκυρία, δεν μπορέσουν τους επόμενους λίγους μήνες να καταλήξουν σε συμφωνία, η επόμενη σοβαρή προσπάθεια, από άλλους ηγέτες, αν και όποτε υπάρξει, δεν θα έχει ως βάση ένα κοινό ομοσπονδιακό κράτος. Για όσους σπεύδουν να πανηγυρίσουν, η εναλλακτική επιλογή δεν θα είναι το ενιαίο κράτος του 1960 αλλά δύο ανεξάρτητα και κυρίαρχα κράτη, στη βάση των τετελεσμένων του 1974. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πολλοί και στις δύο κοινότητες αυτό προτιμούν, είτε το ομολογούν δημοσίως είτε όχι.
Αναστασιάδης και Ακιντζί, με τη στήριξη του ΟΗΕ, επέλεξαν να χειριστούν τη διαδικασία ως μια υπόθεση των ηγετών και των ολίγων συνεργατών τους, πίσω από κλειστές πόρτες, αποφεύγοντας επιμελώς να εμπλέξουν τις κοινωνίες στη διαδικασία. Είτε διότι δεν ήξεραν πώς να το κάνουν, είτε διότι φοβούνταν την απώλεια του ελέγχου, είτε διότι έκριναν ότι είναι προς όφελος μιας συνολικής συμφωνίας να δημοσιοποιούνται λίγα και να αφεθούν τα πολλά να λεχθούν στο τέλος από τους ιδίους. Με όρους ορθολογισμού και σύγχρονης προσέγγισης της επικοινωνίας και της επίλυσης εθνοτικών διαφορών, αυτή η επιλογή διαχείρισης της κοινής γνώμης έχει περισσότερες αδυναμίες παρά πλεονεκτήματα. Το μεγαλύτερο μειονέκτημα είναι ότι μια αμοιβαία επωφελής συμφωνία ανάμεσα στους ηγέτες μπορεί τελικά να μην πείσει μία ή/και τις δύο κοινότητες, διότι απλά δεν δόθηκε ο αναγκαίος χρόνος για δημόσιο διάλογο και προετοιμασία. Οι δύο κοινότητες είναι πιθανόν να απορρίψουν μια καλή συμφωνία των ηγετών, για λόγους και με κριτήρια άσχετα με το βασικό ερώτημα που θα έχουν μπροστά τους. Είδαμε τι έγινε πρόσφατα στη Μεγάλη Βρετανία.
Οι δύο ηγέτες έκαναν την επιλογή τους για τη διαχείριση της κοινής γνώμης, προσωπικά έχω έντονες επιφυλάξεις γι αυτήν, ωστόσο είναι απολύτως σεβαστή. Οι κυπριακές κοινωνίες, ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή, είναι αποξενωμένες από τη διαδικασία. Το βασικό χαρακτηριστικό της σιωπηρής πλειοψηφίας είναι η αδιαφορία και η απάθεια, με κυρίαρχο όμως στοιχείο τα βαθιά ριζωμένα φοβικά στερεότυπα. Οι δύο ηγέτες, έχοντας προφανώς ισχυρή αυτοπεποίθηση και μεγάλη εμπιστοσύνη στο επικοινωνιακό τους χάρισμα, μάλλον πιστεύουν ότι μπορούν, αν και εφόσον καταλήξουν σε συμφωνία, να πείσουν τη μεγάλη πλειοψηφία των κοινοτήτων τους. Με δεδομένο ότι η εκλογική συμπεριφορά στην Κύπρο δεν λειτουργεί πάντα με όρους ορθολογισμού, πιθανόν αυτή τους η υπερβολική αυτοπεποίθηση, προϊόν της μακρόχρονης θητείας και επιβίωσής τους στον κυπριακό πολιτικό στίβο, να μην είναι αβάσιμη. Ο μόνος τρόπος να το μάθουμε, είναι να υπάρξει κατάληξη σε συμφωνία και να οδηγηθούμε σε δημοψηφίσματα. Εκεί, μεταξύ άλλων, θα μάθουμε κι αν οι διάφοροι συνεργάτες τους που συμμετέχουν ενεργά στις συνομιλίες θα αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και της ευθύνης τους και θα υπερασπιστούν τη συμφωνία που, και με τη δική τους συμβολή, θα έχει επιτευχθεί. Το δικό τους «παιδί», άλλωστε, θα κληθούν να υπερασπιστούν. Τη στιγμή που θα το πράξουν, που θα αποφασίσουν (επιτέλους) να βγουν μπροστά, σίγουρα δεν θα είναι μόνοι.
Γράφει: Βασίλης Πρωτοπαπάς