Σύμφωνα με τη Συνθήκη του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, την οποία μαζί με δεκάδες άλλα κράτη υπέγραψε και η Κυπριακή Δημοκρατία, «πρόσφυγας» είναι κάποιος που:
– βρίσκεται εκτός της χώρας καταγωγής του,
– κινδυνεύει πραγματικά να υποστεί παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του στη χώρα του εξαιτίας της ταυτότητας ή των πεποιθήσεών του,
– δεν μπορεί ή δεν θέλει να επιστρέψει επειδή η κυβέρνησή του δεν μπορεί ή δεν θέλει να τον προστατέψει.
Σύμφωνα με αυτό τον διεθνή ορισμό, στη Κύπρο δεν υπήρξαν ποτέ πρόσφυγες. Υπήρξαν και υπάρχουν, συνεπεία των ταραχών της δεκαετίας του 1960 και, κυρίως, της τουρκικής εισβολής του 1974, εκτοπισθέντες (displaced). Ωστόσο, στην καθομιλουμένη και στο δημόσιο λόγο επικράτησε να αποκαλούμε τους εαυτούς μας «πρόσφυγες». Πέρασαν τέσσερις δεκαετίες, η ανθρωπότητα και ιδιαίτερα η γειτονιά μας δεν έπαψαν στιγμή να γεννούν πολέμους, συμφορές, πρόσφυγες και εκτοπισμένους, αλλά πολλοί από εμάς πιστεύουμε ακράδαντα ότι είμαστε μια κλασική περίπτωση προσφύγων σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες. Πιστεύουμε ότι είμαστε κι εμείς σαν τους πρόσφυγες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, προς τους οποίους μάλιστα εκφράζουμε (ρητορικά) αμέριστη συμπάθεια, επειδή έχουμε βιώσει «παρόμοιες καταστάσεις».
Η αλήθεια είναι κάπως διαφορετική. Οι άνθρωποι που βλέπουμε στα πλάνα των δελτίων ειδήσεων και στις φωτογραφίες προέρχονται από περιοχές μακροχρόνιας και απόλυτης καταστροφής, φρίκης και απελπισίας. Κρανίου τόποι, όπου ακόμη και το «δικαίωμα στη διαφυγή» είναι ανύπαρκτο. Όσοι καταφέρνουν να αποδράσουν, μπαίνουν σε μια απίστευτη περιπέτεια όπου οι πιθανότητες να χάσουν τη ζωή τους είναι περισσότερες από το να φτάσουν σε κάποιο προορισμό. Συχνά αυτοί που δεν τα καταφέρνουν, που πεθαίνουν, είναι «πιο τυχεροί» από αυτούς που καταλήγουν να βολοδέρνουν σε αφιλόξενους τόπους με άγνωστη προοπτική, έχοντας χάσει αγαπημένα τους πρόσωπα στο ταξίδι.
Στην περίπτωση της Κύπρου, με σαφή εξαίρεση τις οικογένειες που είχαν νεκρούς, σοβαρά τραυματίες και αγνοούμενους, όλοι οι υπόλοιποι, αν και σε διαφορετικό βαθμό, σχετικά γρήγορα ξαναφτιάξαμε τις ζωές μας, σε συνθήκες αρχικά δύσκολες αλλά αξιοπρεπείς. Είχαμε την τύχη να παραμείνουμε στον τόπο μας, με ένα κράτος που, έχοντας την οικονομική και πολιτική στήριξη της διεθνούς κοινότητας, διαχειρίστηκε σχετικά αποτελεσματικά τις συνέπειες του εκτοπισμού. Όχι κατ΄ ανάγκη δίκαια και ισομερώς, αλλά πάντως αποτελεσματικά. Οι συνθήκες πολέμου κράτησαν μερικές μέρες το καλοκαίρι του 1974, έκτοτε υπάρχει κατάπαυση πυρός. Ο μισός και πλέον πληθυσμός του νησιού σήμερα, όσοι δηλαδή γεννήθηκαν μετά το 1974, δεν είναι ούτε πρόσφυγες ούτε εκτοπισθέντες, σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες.
Είμαστε διπλά τυχεροί, συγκρινόμενοι με τους πρόσφυγες. Διότι ζούμε σε μια περιοχή-μήτρα εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων που, κι αν επιβιώσουν, πιθανότατα δεν θα επιστρέψουν ποτέ στον τόπο τους – τα σπίτια τους έχουν ως επί το πλείστον σβηστεί από το χάρτη. Αντίθετα, εμείς, όχι μόνο παραμένουμε στον τόπο μας, σε συνθήκες ασύγκριτης ανάπτυξης και ευημερίας, αλλά έχουμε την πολυτέλεια, τέσσερις δεκαετίες μετά, να αναζητούμε τρόπους προκειμένου να υπάρξει πλήρης αποκατάσταση των ελευθεριών σε όλο το νησί, καθώς επίσης αναγνώριση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος που ίσχυε πριν το 1974, των κληρονόμων περιλαμβανομένων. Συζητούμε, χωρίς πολέμους και εντάσεις, για το δικαίωμα των εκτοπισθέντων και των απογόνων τους (ήδη δύο γενιές) να επιστρέψουν αν το επιθυμούν στους τόπους των γονιών και των παππούδων τους αλλά και να έχουν τον πρώτο λόγο στις περιουσίες τους. Αμφιβάλλω αν οπουδήποτε στον πλανήτη τον τελευταίο αιώνα οι καταστάσεις έχουν υπάρξει τόσο γενναιόδωρες έναντι άλλων περιπτώσεων προσφύγων ή εκτοπισθέντων, όσο για εμάς.
Αντί λοιπόν να ενώσουμε τις δυνάμεις μας και να στηρίξουμε την ειρηνευτική διαδικασία και τις προσπάθειες οικοδόμησης συνθηκών ειρήνης, ανάπτυξης και ευημερίας για όλους τους Κυπρίους, κάποιοι, ευρισκόμενοι μονίμως εκτός τόπου και χρόνου, φαντασιώνονται νέους μακροχρόνιους και νέες εκστρατείες «διεθνοποίησης» και «διαφώτισης». Με την πεποίθηση ότι έχουν όλο το δίκαιο με το μέρος τους και ότι ζούμε στον ομφαλό της γης.
Γράφει: Βασίλης Πρωτοπαπάς