Ημέρα βουλευτικών εκλογών σήμερα και μαζί με τα κόμματα και τους υποψηφίους θα κριθεί και η αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων.
Οι δημοσκοπήσεις είναι δημιούργημα του 20ου αιώνα και πατέρας τους θεωρείται ο George Gallup τη δεκαετία του 1930 στις ΗΠΑ. Στον ελλαδικό και κυπριακό χώρο οι δημοσκοπήσεις γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής ζωής και του δημόσιου χώρου από τη δεκαετία του 1990, εξέλιξη συνδεδεμένη με τη λειτουργία ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών. Από τις διάφορες μεταβλητές που μετρούνται σε μια δημοσκόπηση, η πιο κρίσιμη είναι η «πρόθεση ψήφου» καθώς είναι και η μόνη που θα δοκιμαστεί στην εκλογική πραγματικότητα. Η πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσματος έχει εξελιχθεί σε εξειδικευμένο επιστημονικό κλάδο, αντίστοιχο με άλλους κλάδους της επιστήμης που επιχειρούν να προβλέψουν φυσικά, οικονομικά, κοινωνικά και άλλα φαινόμενα.
Κατά κανόνα σε κάθε πρόβλεψη εκλογικού αποτελέσματος υπάρχει περιθώριο σφάλματος. Εξαιτίας αυτού, εκείνο για το οποίο μια δημοσκόπηση μπορεί να είναι σχετική σίγουρη (με πιθανότητα 95%) είναι το εύρος τους διαστήματος εντός του οποίου εκτιμάται ότι κυμαίνεται η εκλογική επιρροή ενός κόμματος και όχι η ακριβής τιμή του. Για παράδειγμα, όταν δίδεται μια εκτίμηση για 33%, αυτή είναι η κεντρική τιμή μιας εκτίμησης με διάστημα από 30% μέχρι 36%. Είναι γι αυτό που στις περισσότερες χώρες οι εταιρείες δημοσκοπήσεων δημοσιεύουν τα ποσοστά εκλογικής επιρροής των κομμάτων στρογγυλοποιημένα στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό. Η παρουσίαση ποσοστών πρόθεσης ψήφου με ακρίβεια ενός δεκάτου της μονάδας (0,1%), που παρατηρείται σε Ελλάδα και Κύπρο, είναι ένας «ψευδοεπιστημονισμός» που δημιουργεί στην κοινή γνώμη μια παραπλανητική εντύπωση ερευνητικής ακρίβειας.
Η παρακολούθηση της πρόθεσης ψήφου με τη χρήση της τηλεφωνικής μεθόδου, αντί της μεθόδου των προσωπικών συνεντεύξεων «πρόσωπο με πρόσωπο», εφαρμόζεται με εγκυρότητα και αξιοπιστία εδώ και δεκαετίες σε χώρες με μακροχρόνια ερευνητική παράδοση. Η τηλεφωνική μέθοδος έχει ορισμένα βασικά πλεονεκτήματα. Πρώτον, επιτρέπει ευκολότερη πρόσβαση σε απομακρυσμένες περιοχές και οδηγεί σε πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα. Δεύτερον, η συλλογή δεδομένων είναι ταχύτερη και αυτό επιτρέπει την καταγραφή αιφνιδιαστικών μεταβολών της κοινής γνώμης και της δυναμικής που μπορεί να αποκτήσει η προεκλογική εκστρατεία. Τρίτο, έχει πολύ μικρότερο κόστος, συνεπώς μπορεί να διεξάγεται σε τακτά διαστήματα επιτρέποντας ανάλυση χρονολογικών σειρών. Οι τηλεφωνικές δημοσκοπήσεις έχουν και σημαντικά μειονεκτήματα. Πρώτον, είναι πιθανόν να υπερεκτιμάται η επιρροή του κόμματος που προηγείται, ιδίως αν παράλληλα το κόμμα αυτό έχει εμπεδώσει στην κοινή γνώμη μια παράσταση νίκης. Δεύτερον, είναι πιθανόν να υπερεκτιμηθεί η επίδραση έκτακτων γεγονότων που μπορεί να συμβούν σε μια προεκλογική περίοδο. Τρίτον, είναι πιθανόν να καταγράφεται μεγαλύτερο ποσοστό «αδιευκρίνιστης ψήφου» (αποχή, αναποφάσιστοι, λευκό/άκυρο, δεν ξέρω/δεν απαντώ) λόγω μη χρήσης βοηθητικού εποπτικού υλικού (ψηφοδελτίου και «κάλπης»).
Η χρήση «κάρτας-ψηφοδελτίου» και η λεγόμενη μέθοδος της «κάλπης» αποτελεί ελληνική και κυπριακή εφεύρεση. Οι ερωτώμενοι έχουν την παραπλανητική εντύπωση ότι με την «κάλπη» διασφαλίζεται η μυστικότητα της ψήφου τους. Στην πραγματικότητα το ψηφοδέλτιο που ρίχθηκε στην «κάλπη» επισυνάπτεται εκ των υστέρων από τον ερευνητική στο ατομικό του ερωτηματολόγιο (όπου καταγράφηκαν οι απαντήσεις του σε άλλα ερωτήματα) έτσι ώστε να μπορεί η ανάλυση να συσχετίσει την ψήφο του με τις υπόλοιπες μεταβλητές (π.χ. τα δημογραφικά στοιχεία του).
Για την εγκυρότερη αποτύπωση της πρόθεσης ψήφου στις τηλεφωνικές μεθόδους, είναι αναγκαίο να διατυπώνεται μια διπλή ερώτηση. Αρχικά, να ζητείται μια αυθόρμητη απάντηση, χωρίς υπόμνηση των πολιτικών κομμάτων, ως προς την πρόθεση ψήφου. Στην συνέχεια, για τους ερωτώμενους που απάντησαν αυθόρμητα «αναποφάσιστοι», να ζητείται η πιθανότερη πρόθεση ψήφου. Η δεύτερη ερώτηση δίνει τη δυνατότητα να διευκρινιστεί, ως ένα βαθμό, η πιθανή πρόθεση ψήφου των «αναποφάσιστων». Αποτελεί σοβαρή μεροληψία, αν όχι αντιεπιστημονική πρακτική, η αναλογική κατανομή της αδιευκρίνιστης ψήφου (αποχή, αναποφάσιστοι, λευκό/άκυρο, δεν ξέρω/δεν απαντώ) στη διευκρινισμένη ψήφο (ποσοστό πρόθεσης ψήφου για συγκεκριμένο κόμμα). Δυστυχώς το έχουμε δει σε αρκετές δημοσκοπήσεις που δημοσιεύτηκαν σε αυτή την προεκλογική περίοδο.
Οι εγγενείς αδυναμίες, το δειγματοληπτικό σφάλμα και οι μεροληψίες των δημοσκοπήσεων, μπορούν να μειωθούν με τη χρήση κατάλληλων στατιστικών υποδειγμάτων και την ανάλυση χρονολογικών σειρών. Έχω σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσο οι περισσότερες δημοσκοπήσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας ενόψει αυτών των εκλογών κατάφεραν να αντιμετωπίσουν επαρκώς τις αδυναμίες και τη μεροληψία. Σύντομα θα μάθουμε.
*Για μια πλήρη και εμπεριστατωμένη ανάλυση, δείτε το εξαιρετικό βιβλίο των Γιάννη Μαυρή και Γιώργου Συμεωνίδη, «Δημοσκοπήσεις και πρόβλεψη των εκλογών στην Ελλάδα 2004-2015», Public Issue, 2016.
Γράφει: Βασίλης Πρωτοπαπάς