Οι διαβουλεύσεις των τελευταίων μηνών και η κατάληξή τους έχουν όντως ιστορική σημασία σε ό,τι αφορά τις σχέσεις ΕΕ και Τουρκίας.
Από το Νοέμβρη του 2015 έγιναν τρεις συναντήσεις ανάμεσα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και την ηγεσία της Τουρκίας, με αφορμή τη μεταναστευτική κρίση αλλά με ουσιαστικό αντικείμενο την εμβάθυνση των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας.
Η σημαντικότερη διάσταση της συμφωνίας αφορά την αναθέρμανση και εντατικοποίηση των διαδικασιών ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Η Τουρκία, για τους δικούς της λόγους και ανάγκες, στρέφεται ξανά προς την ΕΕ, αλλά και η ΕΕ αναγνωρίζει ξανά ότι έχει να κερδίσει πολλά από τη συνεργασία με την Τουρκία. Προκειμένου να αποδείξει τη στρατηγική στροφή της προς την ΕΕ, η Τουρκία ουσιαστικά αποδέχθηκε να φορτωθεί το μεγαλύτερο βάρος της μεταναστευτικής κρίσης. Δέχθηκε να αναλάβει τη δύσκολη διαχείριση 2 και πλέον εκατομμυρίων προσφύγων, διευκολύνοντας την ΕΕ της οποίας τα πλείστα κράτη μέλη δεν είναι διατεθειμένα να δεχθούν παρά μονό μερικές χιλιάδες.
Ως προς τις ρυθμίσεις του μεταναστευτικού, ο μεγάλος κερδισμένος της συμφωνίας είναι η Ελλάδα. Δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες που ζουν υπό κακές συνθήκες στα ελληνικά νησιά και στα σύνορα θα προωθηθούν πίσω στην Τουρκία, έναντι άλλων Σύρων προσφύγων που μέσα από διαδικασίες θα διοχετεύονται απευθείας σε όλα τα κράτη της ΕΕ. Χωρίς αυτή τη συμφωνία, η Ελλάδα κινδύνευε να βουλιάξει, πολιτικά και κοινωνικά, από τις ανεξέλεγκτες μεταναστευτικές ροές.
Ο δεύτερος μεγάλος κερδισμένος είναι το Κυπριακό και οι προοπτικές επίλυσής του. Η εκτίμηση ότι ίσως για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή της πορεία η Τουρκία βρίσκει μπροστά της το κυπριακό πρόβλημα είναι ορθή. Η Τουρκία κατάφερε μετά το κεφάλαιο 17 να ανοίξει το κεφάλαιο 33 (που είχε μπλοκάρει η Γαλλία), αλλά, αν και το επιχείρησε, δεν κατάφερε να ακυρώσει το βέτο στα 5 κεφάλαια που έθεσε η Κυπριακή Δημοκρατία. Κάποια από αυτά τα κεφάλαια την ενδιαφέρουν πολύ και άμεσα. Τα κεφάλαια θα ξεμπλοκαριστούν μόνο με δύο τρόπους. Ο ένας είναι με το άνοιγμα λιμανιών και αεροδρομίων στην ΚΔ, άρα με έμμεση αναγνώριση. Ο άλλος είναι με την πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων, εφόσον υπάρξει λύση του Κυπριακού.
Το γεγονός ότι σε αυτό το κρίσιμο στάδιο η Τουρκία δεν τράβηξε το σχοινί στα άκρα και συμβιβάστηκε με λιγότερα από αυτά που επιδίωκε, δείχνει ότι ο προσανατολισμός της είναι μάλλον προς το σενάριο της λύσης του Κυπριακού. Κι αυτό διότι δεν πρόκειται ποτέ να αναγνωρίσει ως έχει την ΚΔ, για τους ίδιους λόγους που ο πρόεδρος Αναστασιάδης δεν μπορεί να αποδεχθεί άρση του βέτο με αντάλλαγμα κινήσεις που στην πράξη δίνουν ανεξάρτητη κρατική υπόσταση στα κατεχόμενα (π.χ. αεροδρόμιο Τύμπου) και εμβαθύνουν την ντε φάκτο διχοτόμηση.
Η Τουρκία δείχνει να αντιλαμβάνεται πως ακόμη κι αν εξασφαλίσει άνοιγμα του αεροδρομίου της Τύμπου, έναντι ανοίγματος λιμανιών και αεροδρομίων της στην ΚΔ, αυτό δεν την απαλλάσσει από τον «πονοκέφαλο» να συναντά σε κάθε επόμενο στάδιο της ενταξιακής της πορείας την υπό τον πλήρη έλεγχο των ελληνοκυπρίων Κυπριακή Δημοκρατία. Το εμπόδιο της Κύπρου, που βεβαίως δεν είναι το μόνο και ίσως όχι το υψηλότερο στις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Τουρκίας, θα αρθεί μόνο με τη λύση του Κυπριακού.
Είναι ξεκάθαρο ότι έχουμε μπροστά μας μια μοναδική συγκυρία επίλυσης του Κυπριακού, από θέση που επιτρέπει στους Ελληνοκύπριους να διεκδικήσουν και να πετύχουν ρυθμίσεις που στο παρελθόν ήταν κόκκινη γραμμή για την Τουρκία. Ρυθμίσεις, όπως το θέμα των εγγυήσεων, των στρατευμάτων και γενικά της ασφάλειας, που δεν αφαιρούν από την πολιτική ισότητα των Τουρκοκυπρίων και συνάδουν με την ιδιότητα της Κύπρου ως μέλους της ΕΕ. Οι δυνατότητες μας δεν είναι απεριόριστες κι ας μην πάρουν τα μυαλά μας αέρα. Σε αυτή την προσπάθεια θα έχουμε ισχυρή στήριξη από την ΕΕ, αρκεί εμείς να προχωρήσουμε με τόλμη και αποφασιστικότητα, κυρίως όμως με ξεκάθαρους στόχους και επιδιώξεις. Πάντα σε σχέση με το μείζον, που είναι η λύση του Κυπριακού.
Γράφει: Βασίλης Πρωτοπαπάς