Η διενέργεια μιας σωστής δειγματοληπτικής έρευνας και ιδιαίτερα μιας δημοσκόπησης δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτούνται ακαδημαϊκές αλλά και εμπειρικές γνώσεις. Πάνω από όλα απαιτείται επαγγελματισμός.
Σε προηγούμενη παρέμβασή μου στον τύπο αναφέρθηκα στην αντιδεοντολογική συμπεριφορά μιας εταιρείας δημοσκοπήσεων, η οποία, την ημέρα των προεδρικών εκλογών του 2013 έκανε τηλεφωνική δημοσκόπηση αλλά την παρουσίασε ως δημοσκόπηση εξόδου για λογαριασμό τηλεοπτικού σταθμού. Αυτή η ενέργεια παραπληροφόρησης των πολιτών παραμένει χωρίς συνέπειες για την εταιρεία αλλά και τον τηλεοπτικό σταθμό, αφού η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης ενώπιον της οποίας τέθηκε το θέμα, «απώλεσε» το φάκελο και έκλεισε την υπόθεση. Η συγκεκριμένη εταιρεία διενεργεί και παρουσιάζει αυτές τις μέρες δημοσκοπήσεις για τις βουλευτικές εκλογές του 2016 για λογαριασμό τηλεοπτικού σταθμού και εφημερίδας αλλά δεν έχει ελεγχθεί για τον τρόπο που ενήργησε κατά τις προεδρικές εκλογές του 2013, κάτι που θα έπρεπε να είχε γίνει.
Στο παρόν άρθρο δεν θα με απασχολήσει ο χειρισμός της υπόθεσης εκ μέρους της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης . Αυτό ίσως θα πρέπει να απασχολήσει τη Γενική Εισαγγελία. Αλλά και η πολιτεία θα πρέπει να προβληματιστεί για το γεγονός ότι ενώ η ανεξαρτησία ενός θεσμού είναι εκείνη που του δίνει την προστασία ώστε, μακριά από παρεμβάσεις , να παίρνει αποφάσεις αμερόληπτες και δίκαιες, παράλληλα του παρέχει τη δυνατότητα να μη λογοδοτεί για δικές του μεροληπτικές ενέργειες και παραλείψεις.
Εκείνο που θα σχολιάσω είναι την έλλειψη οποιασδήποτε αντίδρασης εκ μέρους των υπολοίπων εταιρειών ερευνών αγοράς και τον επαγγελματικό τους σύνδεσμο. Μέχρι στιγμής δεν έχουν καθόλου τοποθετηθεί για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Δεν γνωρίζω τους λόγους για αυτή την περίεργη σιωπή των εταιρειών δημοσκοπήσεων. Κατά την άποψή μου, μια εταιρεία που κάνει καλά τη δουλειά της δεν θα είχε καθόλου συμφέρον να ταυτιστεί με τέτοιου είδους πρακτικές. Αντίθετα μάλιστα. Γιατί λοιπόν δεν τοποθετούνται, έστω και τώρα; Αν το κάνουν από συναδελφική αλληλεγγύη, αυτή κατά την άποψή μου είναι κακώς νοούμενη συναδελφική αλληλεγγύη. ‘Ίσως όμως να μην τοποθετούνται γιατί δεν βρίσκουν τίποτε επιλήψιμο στο τρόπο που η συγκεκριμένη εταιρεία λειτούργησε στις προεδρικές εκλογές του 2013. Αν αυτό είναι που ισχύει, τότε πώς μπορούν οι πολίτες να είναι σίγουροι, ότι οι έρευνες που γίνονται στην Κύπρο, γίνονται με σοβαρότητα και επαγγελματισμό; Είναι γνωστό ότι οι πιο πολλές έρευνες (όχι μόνο στην Κύπρο) δεν αφορούν εκλογικές διαδικασίες αλλά σχετίζονται με εμπορικές και οικονομικές δραστηριότητες. Πώς μπορούν οι εταιρείες αυτές να διαβεβαιώσουν εμπορικούς και οικονομικούς οργανισμούς, για λογαριασμό των οποίων διενεργούν έρευνες αγοράς ότι τα αποτελέσματα των ερευνών τους είναι αξιόπιστα και ότι οι πληροφορίες έχουν συλλεχθεί πράγματι με την ορθή διαδικασία;
Οι εταιρείες συνήθως επικαλούνται τον κώδικα δεοντολογίας της ESOMAR (του Ευρωπαϊκού συνδέσμου ερευνών γνώμης και αγοράς) για να διαβεβαιώσουν ότι η έρευνα είναι αξιόπιστη και ότι όλα έγιναν με τον ορθό τρόπο. Αλλά η επίκληση οποιουδήποτε κώδικα δεοντολογίας δεν αρκεί όταν μάλιστα κανείς δεν μπορεί να ελέγξει ότι αυτά που προνοεί ο κώδικας έχουν τηρηθεί. Επομένως, σε τελική ανάλυση εκείνο που μένει είναι η αξιοπιστία και σοβαρότητα αυτού που διενεργεί την έρευνα. Οι εταιρείες θα πρέπει να διαφυλάξουν οι ίδιες την αξιοπιστία τους. Η περίεργη σιωπή τους στο θέμα της αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς της συγκεκριμένης εταιρείας δεν βοηθά. Αν οι εταιρείες δεν διαφυλάξουν οι ίδιες το κύρος τους αλλά και την αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων στη χώρα μας, τότε προβλέπω ότι θα αυξηθούν οι φωνές που ζητούν να υπάρξει νομοθετική παρέμβαση. Όμως, δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό θα είναι και το καλύτερο.
Γράφει: Τάσος Χριστοφίδης