Home Τάσος Χριστοφίδης Προβληματικές Δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα. Στην Κύπρο; Του Τάσου Χριστοφίδη

Προβληματικές Δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα. Στην Κύπρο; Του Τάσου Χριστοφίδη

tasos christofides arthro

Αν και οι δημοσκοπήσεις που γίνονται πριν τις εκλογές δεν είναι εργαλεία πρόβλεψης του εκλογικού αποτελέσματος, οι μεγάλες αποκλίσεις που παρατηρήθηκαν μεταξύ του αποτελέσματος των εκλογών της περασμένης Κυριακής στην Ελλάδα και των δημοσκοπήσεων που δημοσιεύτηκαν δύο μόνο μέρες πριν τις εκλογές, άνοιξε τη συζήτηση για την εγκυρότητα των δημοσκοπήσεων.


Οι ίδιοι οι δημοσκόποι αναγνωρίζουν το πρόβλημα και μερικοί από αυτούς αποδίδουν την αποτυχία των δημοσκοπήσεών τους στη μεθοδολογία που έχουν χρησιμοποιήσει.  Δημοσιογράφοι, πολιτικοί, αλλά και απλοί πολίτες αποδίδουν την αποτυχία σε προσπάθεια επηρεασμού των ψηφοφόρων από άτομα και φορείς, ιδιαίτερα από ισχυρά μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αυτά βεβαίως στην Ελλάδα, όμως πόσο καλύτερα είναι τα πράγματα στην Κύπρο; Σημειώνω ότι κάποιοι δημοσκόποι των εκλογών στην Ελλάδα έχουν εμπλοκή και στη διενέργεια πολιτικών δημοσκοπήσεων στην Κύπρο είτε ως συνεργαζόμενοι με τοπικές εταιρείες δημοσκοπήσεων είτε ως εμπειρογνώμονες για τα τηλεοπτικά κανάλια της Κύπρου.

Δεν είμαι σίγουρος ότι στον τόπο μας τα πράγματα αναφορικά με τις δημοσκοπήσεις είναι ρόδινα. Το γεγονός ότι οποιοσδήποτε φορέας, είτε στελεχώνεται με το κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό είτε όχι, έχει τη δυνατότητα, ή καλύτερα δεν αποτρέπεται από καμιά νομοθετική ρύθμιση  να διενεργήσει και να δημοσιοποιήσει μια δημοσκόπηση είναι κάτι που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο και μάλλον θα πρέπει να προβληματίσει, ιδιαίτερα εκείνες τις εταιρείες ερευνών που κάνουν καλά τη δουλειά τους.

Θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο περιπτώσεις που με κάνουν να πιστεύω ότι στον τομέα διεξαγωγής των δημοσκοπήσεων τα πράγματα πρέπει να βελτιωθούν δραστικά.

Η πρώτη περίπτωση δεν αφορά μόνο τον τρόπο διεξαγωγής των δειγματοληπτικών ερευνών αλλά και τον τρόπο που λειτουργούν κάποιοι θεσμοί στον τόπο μας. Γνωρίζω (μου ζητήθηκε από την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης να μελετήσω την υπόθεση) ότι μια εταιρεία δημοσκοπήσεων που ανέλαβε να διενεργήσει δημοσκόπηση εξόδου (exit poll) για λογαριασμό τηλεοπτικού σταθμού Παγκύπριας εμβέλειας τη μέρα των προεδρικών εκλογών του 2013, δεν έκανε δημοσκόπηση εξόδου αλλά συνήθη τηλεφωνική δημοσκόπηση από τα γραφεία της εταιρείας. Όμως τα αποτελέσματα της τηλεφωνικής δημοσκόπησης παρουσιάστηκαν το βράδυ των εκλογών από την εταιρεία και τον τηλεοπτικό σταθμό ως αποτελέσματα δημοσκόπησης εξόδου. Οι τηλεθεατές βεβαίως δεν ήταν τότε σε θέση να γνωρίζουν αυτή τη σημαντική πληροφορία. Δυστυχώς αυτή η αντιδεοντολογική συμπεριφορά της εταιρείας και του τηλεοπτικού σταθμού πέρασε απαρατήρητη και χωρίς συνέπειες, αφού η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης, μετά από συνεχείς αναβολές στη λήψη απόφασης και πειθαρχικών μέτρων, τελικά έκλεισε το θέμα με την (κλασική στον τόπο μας) δικαιολογία ότι απώλεσε το φάκελο της υπόθεσης… !

Η δεύτερη περίπτωση αποτελεί προσωπική εμπειρία και αφορά τον τρόπο επιλογής του δείγματος. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, σχεδόν κάθε μια ή δύο εβδομάδες «επιλεγόμουν» μέσα στο δείγμα, για διάφορες δειγματοληπτικές έρευνες (όχι μόνο πολιτικές δημοσκοπήσεις), από την ίδια όμως εταιρεία ερευνών αγοράς. Επειδή ασχολούμαι ερευνητικά με τη θεωρία των δειγματοληπτικών ερευνών, συμμετέχω πρόθυμα σε τέτοιες έρευνες. Φαίνεται όμως ότι η προθυμία μου αυτή συνέβαλε στο να επιλέγομαι τακτικά. Η αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος είναι αναγκαία (αλλά όχι βέβαια ικανή) προϋπόθεση ώστε η έρευνα να είναι έγκυρη. Τα δείγματα ευκολίας (convenience samples) είναι βολικά για τις εταιρείες, όμως είναι καταστροφικά για την αξιοπιστία μιας έρευνας.

Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλες εμπειρίες που αφορούν όχι μόνο τον τρόπο επιλογής του δείγματος, αλλά και άλλα σημαντικά πράγματα όπως η δομή του ερωτηματολογίου, η διατύπωση ερωτήσεων, ο τρόπος συλλογής των πληροφοριών. Είμαι όμως σίγουρος ότι και άλλοι άνθρωποι, ειδικοί και μη, έχουν παρόμοιες προσωπικές εμπειρίες.

Οι εταιρείες δημοσκοπήσεων, για να στηρίξουν την εγκυρότητα μιας έρευνας αναφέρουν ότι ακολουθούν τον κώδικα δεοντολογίας της ESOMAR (European Society for Opinion and Market Research). Η επίκληση του κώδικα δεοντολογίας και η παράθεση της «ταυτότητας» που συνήθως συνοδεύουν τα αποτελέσματα μιας έρευνας  δεν αποτελούν αποδείξεις ότι η έρευνα είναι αξιόπιστη, ούτε ότι αυτή έγινε όπως έπρεπε να γίνει.  Ο κώδικας είναι γενικός και δεν αφορά τις λεπτομέρειες διεξαγωγής μιας δημοσκόπησης που είναι καθοριστικές για την ποιότητά της. Από την άλλη, η «ταυτότητα» της έρευνας, κάθε άλλο από ταυτότητα είναι, αφού σε γενικές γραμμές όλες οι δημοσκοπήσεις έχουν περίπου την ίδια «ταυτότητα».

Με όσα έχω καταγράψει  πιο πάνω δεν υπονοώ ότι όλες οι δημοσκοπήσεις στην Κύπρο γίνονται με λανθασμένο τρόπο. Πιστεύω ότι πολλές γίνονται σωστά και με επαγγελματισμό. Όχι όμως όλες. Το πρόβλημα είναι ότι οι πολίτες δεν είναι σε θέση να ξεχωρίζουν τις αξιόπιστες από τις προβληματικές.

Γράφει: Τάσος Χριστοφίδης