Βγήκα ξανά στην Ακρόπολη ύστερα από χρόνια.
Περπάτησα μέσα στο κόσμο και τα ερείπια. Μόνος. Πάντα αυτή την επίσκεψη την κάνω μόνος. Πλούτος και ερημία η μοναξιά. Οι άνθρωποι γύρω γίνονται σιγά σιγά σκιές. Δεν είσαι βέβαιος αν υπάρχουν ή αν αποτελούν προβολή του Νου (πολύ περιέργως το ίδιο νοιώθω και στους διαδρόμους του Κοινοβουλίου – κινούνται άραγε άνθρωποι εδώ γύρω;).
Στην Ακρόπολη πιο πολύ αυτή τη φορά κατέγραψα μια λεπτομέρεια. Πιο μετά θα σας πω γι αυτήν.
Η Ακρόπολης, αν σκεφτεί κανείς κι αν φανταστεί πως ήταν όταν κτίστηκε, μοιάζει σήμερα σαν απολίθωμα της ιστορίας. Κάτι σαν τα απομεινάρια από τα κόκκαλα ενός ψαριού, που το έφαγαν οι άνθρωποι και ο ήλιος. Το μεγαλύτερο κακό του, η επίσκεψη ενός Λόρδου. Όλα του τα στολίδια, άλλα χαμένα στους ωκεανούς και άλλα στο βρετανικό μουσείο. Όμως και ο βομβαρδισμός από τους Ενετούς το 1687 στην πολιορκία της Ακρόπολης. Όπου μια οβίδα έπεσε στο εσωτερικό του Παρθενώνα που λειτουργούσε σαν πυριτιδαποθήκη από τους Οθωμανούς. Που του προκάλεσε την πτώση της οροφής. Και που έγινε εκκλησία με καμπαναριό , και που έγινε τζαμί με μιναρέ και τα ρέστα.
Τι είναι οι άνθρωποι. Και χριστιανοί και βέβηλοι. Και μουσουλμάνοι και τυμβωρύχοι. Στοχαστές και υβριστές. Όλα μαζί. Όλα αυτά τα είδε ο μικρός μας Παρθενώνας. Ου και την μνήμην επιτελούμε κατά τα λειτουργικά της Κυριακής. Σε μια γωνιά είδα ένα κτίσμα σύγχρονο. Από τσίγκο, ή και αμίαντο. Ευτελή υλικά της εποχής μας. Πως γίνεται; Όποια και να’ναι η χρήση του, ακόμα κι αν είναι τουαλέτες (που δεν είναι) ή και ενδιαίτημα παροικούντων, πως γίνεται; Έμοιαζε ελαφρώς με τις προεκτάσεις που κάνουμε εμείς στα παλιά, πέτρινα σχολεία. Μπετόν και τσίγκοι. Ενωμένα όλα με τα αριστουργήματα μιας τέχνης.
Στο μυαλό μου, σ’ όλη την περιήγηση η σημερινή Ελλάδα. Αν δίνει μάχη, αν δεν δίνει καμιά μάχη, αν τη διοίκησαν όσοι πέρασαν κατά πως αξίζει σε έναν Περικλή, σ έναν Σωκράτη. Μα και πιο πέρα, γιατί όχι, αν την κυβέρνησαν κατά πως αξίζει ο ανθρώπινος πολιτισμός, κατά πως αξίζει σε έναν Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, σε έναν Γκαίτε!
Εδώ οι επισκέπτες έρχονται πάντα με τα ρούχα του τουρίστα. Καπέλο, κοντοπαντελονο, έξω το πουκάμισο. Κρατούν φωτογραφικές ή κινηματογραφούν στα κινητά.
Σκιές της ιστορίας. Εγκλωβισμένοι μέσα στο χρόνο αυτό. Υποδύονται αυτό που τους επέβαλε η apple! Έβγαλα και εγώ η αλήθεια μερικές φωτογραφίες. Συνοδεύουν αυτό το κείμενο. Όμως κάποια στιγμή δεν γινόταν άλλες, γιατί δεν είχα λέει αρκετό icloud. Συμβιβάστηκα και σκέφτηκα να κατέβω τον ιερό βράχο. Άφησα πίσω μου το μνημείο του Παρθενώνα. Που το γύμνωσε από τη δόξα του ο Έλγιν, οι βομβαρδισμοί, η μετατροπή του σε εκκλησία και τζαμί . Κι ακόμα, ακόμα. Που το Ερέχθειο έγινε κάποτε και κατοικία.
Άφηνα πίσω μου αυτό το καύκαλο της ιστορίας όταν μια τουρίστρια, άπλωσε το νύχι της σε μια στήλη της εισόδου, για να φωτογραφηθεί από τον επίκαιρο εραστή της σ’ αυτή τη επαφή με το υλικό που γράφτηκε η δόξα του μνημείου, όταν ακούστηκε σαν από ταινία μια φωνή “don’t touch please. Don’t touch the monument”.
Δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Τον Έλγιν τον παλιάνθρωπο, τον Παρθενώνα σαν τζαμί, ως εκκλησία, το νύχι της τουρίστριας; Ή τη σημερινή φωνή του Έθνους, σαν από ταινία.
Don’t touch please
Γράφει: Τάκης Χατζηγεωργίου