Εισήγηση του Στέφανου Στεφάνου, πρώην κυβερνητικού εκπροσώπου και μέλους του Πολιτικού Γραφείου του ΑΚΕΛ στη συζήτηση του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας.
Το θέμα της συζήτησης είναι «Οι σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ και οι προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού». Ωστόσο, να μου επιτρέψετε να αρχίσω από αλλού και, συγκεκριμένα, από το νέο τυφλό κτύπημα της τρομοκρατίας, αυτή τη φορά στο Παρίσι. Η αναφορά μου αυτή δεν γίνεται επειδή είναι το θέμα των ημερών και απασχολεί ολόκληρο τον κόσμο, αλλά γιατί το θέμα τούτο επηρεάζει με πολλούς άμεσους και έμμεσους τρόπους την Τουρκία και τις επιδιώξεις της.
Το Ισλάμ αποτελεί το βασικό όχημα για την υλοποίηση των στρατηγικών επιδιώξεων της Τουρκίας. Αυτή τη στρατηγική επιδίωξη με ξεκάθαρο τρόπο την οριοθετεί ο Αχμέτ Νταβούτογλου ως εξής: «Αυτή τη στιγμή δημιουργείται μια νέα παγκόσμια τάξη και η Τουρκία κάνει ότι είναι δυνατό για να συμβάλει στην πετυχημένη ολοκλήρωση αυτής της μεταβατικής περιόδου».
Είναι σαφές: Η Τουρκία επιδιώκει να διαδραματίσει διεθνή ρόλο και δεν περιορίζεται στα δικά της περιφερειακά γεωγραφικά όρια, αλλά εκτείνεται έξω από αυτά. Αυτό το ρόλο μπορεί (και θεωρεί ότι νομιμοποιείται) να το διαδραματίζει μέσω της εμφάνισής της ως η ηγέτιδα χώρα του Ισλάμ. Η Τουρκία διεκδικεί παγκόσμια καταξίωση για το Ισλάμ στο διεθνές πολιτικό σύστημα. Μια καταξίωση που τη δικαιούται ελέω ιστορίας και πολιτισμού όχι σε σύγκρουση με το δυτικό κόσμο, αλλά με την ενσωμάτωσή του σ’ αυτό.
Η Τουρκία παρουσιάζει τον εαυτό της ως το πετυχημένο παράδειγμα ενός κράτους που δεν ανήκει στη Δύση, αλλά καταφέρνει να συνδυάζει τις πολιτισμικές και θρησκευτικές αξίες του Ισλάμ με το περιεχόμενο της επικρατούσας παγκόσμιας αγοράς και του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού.
Υπό την καθοδήγηση του ΑΚΡ η Τουρκία εγκατέλειψε την κεμαλική αντίληψη περί «περικύκλωσης από εχθρούς» και πλέον επιδιώκει διάλογο με την περιφέρεια και αναπαραγωγή ηγεμονίας στην περιοχή. Ή όπως το διατύπωσε ο Νταβούτογλου: «Η Τουρκία θα πρέπει να μετατρέψει τον περιφερειακό της ρόλο σε μέρος του παρελθόντος της και να τον προσαρμόσει σε μια νέα θέση: Αυτή της εγγυήτριας ασφάλειας και σταθερότητας όχι μόνο για την ίδια αλλά και για τις γειτονικές περιοχές».
Είναι με αυτή την έννοια που ανέφερα στην αρχή της εισήγησής μου ότι οι δραματικές εξελίξεις στο Παρίσι επηρεάζουν άμεσα και έμμεσα τις επιδιώξεις της Τουρκίας. Παρότι αυτές οι εξελίξεις σε σχέση με την Τουρκία θα πρέπει να μελετηθούν σε βάθος (και πρέπει απαραίτητα να το κάνουμε αυτό), θεωρώ ότι δεν είμαι εκτός πραγματικότητας αν υποστηρίξω ότι η Τουρκία θα εμφανίσει ξανά τον εαυτό της ως ένα παράγοντα που μπορεί να περιορίσει το φανατικό Ισλάμ προωθώντας και επενδύοντας στο μετριοπαθές, πολιτικό Ισλάμ. Διαμέσου μιας τέτοιας προσέγγισης η Τουρκία θα επιχειρήσει να κερδίσει πόντους στην πορεία αναβάθμισης του ρόλου της σε «παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή και ευρύτερα», καθώς και σε σχέση με την ενταξιακή της πορεία, όπως έκανε και στο θέμα του ελέγχου των προσφυγικών ροών.
Εγείρεται το ερώτημα: Με φόντο αυτό το στόχο, ποιος ο ρόλος και το ειδικό βάρος των σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Η Τουρκία συνεχίζει να ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη των σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τις εντάσσει στο πλαίσιο του οράματός της για το διεθνή και περιφερειακό ρόλο της.
Σ’ αυτή τη φάση της εξέλιξης των σχέσεων της με την ΕΕ –βρίσκεται στην τρίτη φάση- η Τουρκία θεωρεί ότι μπορεί να θέτει όρους επειδή η Ένωση την έχει περισσότερο ανάγκη για την άσκηση του ρόλου και της επιρροής της στη φλεγόμενη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτή η σχέση όμως δεν είναι μονοσήμαντη και μιας κατεύθυνσης. Δεν είναι μόνο η ΕΕ υποχρεωμένη να βλέπει προς την κατεύθυνση της Τουρκίας. Και η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να βλέπει προς την κατεύθυνση της ΕΕ, ιδιαίτερα μετά από τη ζημιά που έπαθε στη δεύτερη φάση της εξέλιξης των σχέσεων της με αυτήν, όταν είχε αποφασίσει να επενδύσει τους βασικούς στρατηγικούς της σχεδιασμούς στην Αραβική Άνοιξη, υποτιμώντας την αξία της ευρωπαϊκής ενταξιακής της πορείας και σχεδόν εγκαταλείποντάς την.
Η ανάγκη της Τουρκίας να διατηρεί ανοικτή την ευρωπαϊκή της προοπτική δεν καθορίζεται μόνο από τις ανάγκες της εξωτερικής της πολιτικής. Υπάρχουν και εσωτερικοί λόγοι οι οποίοι σχετίζονται με τα συμφέροντα της αστικής τάξης της χώρας –σ’ αυτή περιλαμβάνεται και ένα μέρος της ισλαμικής αστικής τάξης- που θέλει τη συνέχιση της ενταξιακής πορείας. Όσο ισχυρός κι αν είναι εσωτερικά ο Ερντογάν, δεν μπορεί να αγνοεί την αστική τάξη από την οποία έλαβε πολλή στήριξη, όταν εμφανίστηκε στο πολιτικό προσκήνιο, για να επικρατήσει εναντίον του κεμαλικού κατεστημένου.
Υπάρχει ακόμα ένας παράγοντας που είναι αλληλένδετος, συνδυάζει και συμπυκνώνει ανάγκες τόσο της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας όσο και της εσωτερικής. Είναι ο ενεργειακός τομέας, που περιλαμβάνει τα κοιτάσματα, τους αγωγούς και τις οδούς μεταφοράς της ενέργειας. Ότι η Ανατολική Μεσόγειος είναι μια από τις πιο κρίσιμες περιοχές για το διεθνές εμπόριο αυτό είναι γνωστό και αναγνωρισμένο από παλιά. Απλά σημειώνω ότι σύμφωνα με στοιχεία του 2012, το 30% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου διεξάγεται στην Ανατολική Μεσόγειο όπως και το 25% της θαλάσσιας μεταφοράς πετρελαίου. Περίπου 200.000 πλοία διακινούνται ετησίως στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σήμερα, η Α. Μεσόγειος αναδεικνύεται κι ως μια πολύ σημαντική περιοχή σε κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Το 2010, το Κέντρο Γεωλογικών Ερευνών των Η.Π.Α. σε έκθεσή του εκτίμησε ότι η αξία των ενεργειακών αποθεμάτων της Ανατολικής Μεσογείου είναι περίπου 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Η Τουρκία, που επιδιώκει την ενσωμάτωσή της ως η μοντέρνα και σύγχρονη ισλαμική δύναμη στο σημερινό κόσμο, δεν μπορεί να περιοριστεί στο πολιτικό-στρατιωτικό κομμάτι, γιατί είναι ανεπαρκές και θα αποτύχει. Για να δώσει στρατηγικό βάθος στις επιδιώξεις της πρέπει να γίνει ισότιμος συμμέτοχος στις ενεργειακές, οικονομικές και εμπορικές εξελίξεις.
Κατά τη δική μου ανάλυση, και ως συμπέρασμα των όσων έχουν λεχθεί, η Τουρκία θα συνεχίσει να επιδιώκει ανάπτυξη των σχέσεων της με την ΕΕ και διατήρηση της ενταξιακής της πορείας. Πορεία, η οποία θα συνεχίσει να χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις, σκαμπανεβάσματα, πισωγυρίσματα, εκβιασμούς και εξάρσεις, με άγνωστη κατάληξη. Οι δυσκολίες που συναντά στην ενταξιακή της πορεία, οι ενστάσεις ευρωπαϊκών κρατών για πλήρη ένταξή της στην ένωση και η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της Τουρκίας έναντι της ΕΕ, αποδυναμώνουν το ρόλο της ευρωπαϊκής προοπτικής ως καταλύτη για δραστικές αλλαγές στην πολιτική της.
Παρόλα ταύτα, η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, σε συνδυασμό και μαζί με τις πολιτικές, οικονομικές, εμπορικές και ενεργειακές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, συνεχίζει να δημιουργεί και να ανατροφοδοτεί συμφέροντα, ανάγκες και κίνητρα για την Τουρκία να επιλύσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει με τους γείτονές της. Και αντιμετωπίζει πολλά, δύσκολα και δισεπίλυτα προβλήματα που δυσχεραίνουν την πολιτική της για αναβάθμιση του ρόλου της στην περιοχή και διεθνώς.
Τολμώ να υποστηρίξω ότι το Κυπριακό είναι το λιγότερο δύσκολο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Τουρκία. Είναι πρόβλημα που η λύση του εξαρτάται πρωτίστως και καθοριστικά από τη δική της βούληση και διάθεση.
Η Τουρκία, από τις πρώτες μέρες της πρωθυπουργίας του Ερντογάν, άλλαξε το δόγμα της χώρας στο Κυπριακό. Μετακινήθηκε από τη θέση «το Κυπριακό επιλύθηκε το 1974» στη θέση ότι «το Κυπριακό πρέπει να επιλυθεί». Προσάρμοσε ανάλογα τη ρητορική της, πολλές φορές καταγγέλλοντας την ελληνοκυπριακή πλευρά ότι δεν δείχνει την ανάλογη διάθεση για επίλυση του προβλήματος.
Μέσα σ’ αυτές στις συνθήκες και με αυτά τα δεδομένα, η ανάγκη για να τίθενται οι προθέσεις και οι διακηρύξεις της Τουρκίας κάτω από έλεγχο, γίνεται πιο επιτακτική. Οι προθέσεις και οι διαθέσεις της Τουρκίας έναντι της Κύπρου ελέγχονται στη διαδικασία εξέλιξης της ενταξιακής της πορείας. Η άρνηση της Τουρκίας να εφαρμόσει το επιπρόσθετο Πρωτόκολλο της Συμφωνίας της Άγκυρας με την Κύπρο, είναι ενδεικτικό ότι η Άγκυρα δεν έχει αλλάξει την πολιτική της και παρά το γεγονός ότι η Λευκωσία πολλές φορές έχει διακηρύξει ότι υποστηρίζει την πλήρη ένταξή της στην ΕΕ φτάνει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και ασφαλώς επιλύσει το Κυπριακό.
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να ελέγχονται οι προθέσεις της Τουρκία έναντι της Κύπρου, είναι οι διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό. Είναι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων που αποδεικνύονται οι θέσεις, οι προθέσεις και οι διαθέσεις του κάθε εμπλεκόμενου μέρους στη διαδικασία. Εδώ είναι που θα δείξει η Τουρκία αν πραγματικά εννοεί αυτά που λέει περί λύσης, αλλά και ποια λύση επιδιώκει. Εδώ είναι που θα δείξει αν σέβεται το διεθνές δίκαιο, αν σέβεται τα περί Κύπρου ψηφίσματα του ΟΗΕ, τα οποία προνοούν για λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Δεν μπορεί, επομένως, η ελληνοκυπριακή πλευρά να δείχνει απροθυμία ή άρνηση να συμμετέχει σε διαπραγματεύσεις. Πάντοτε πρέπει να τις επιδιώκει και να τις διευκολύνει. Στις διαπραγματεύσεις πρέπει να προσέρχεται με ρεαλισμό ο οποίος βεβαίως να στηρίζεται στις γνωστές αρχές που πολλές φορές έχουμε διακηρύξει ακόμα και μέσα από ομόφωνα ανακοινωθέντα του Εθνικού Συμβουλίου.
Οι εν εξελίξει διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε κομβικό σημείο. Το κεφάλαιο που δεσπόζει είναι το περιουσιακό. Τα κεφάλαια της Διακυβέρνησης και του Διαμοιρασμού Εξουσιών, της Οικονομίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης λογικά δεν θα συναντήσουν αξεπέραστες δυσκολίες, νοουμένου βέβαια ότι καμιά πλευρά δεν θα υπαναχωρήσει από τις προηγούμενες συγκλίσεις. Αν επιτευχθεί παρόμοια πρόοδος στο περιουσιακό, τότε μπαίνουμε σε αυτό που η τ/κ πλευρά αποκαλεί «τελικό στάδιο»: Θα συζητηθεί το εδαφικό, αυτή τη φορά με χάρτες και αριθμούς, και ακολουθεί το κεφάλαιο της ασφάλειας και των εγγυήσεων.
Έχω την άποψη ότι εδώ εν πολλοίς θα κριθεί η προοπτική των διαπραγματεύσεων. Αν ξεπεραστούν τα προβλήματα τότε θα τεθεί η Τουρκία ενώπιον των ευθυνών της στα μείζονα ζητήματα του εδαφικού, της ασφάλειας και των εγγυήσεων. Αν, όμως, η τ/κ πλευρά στο περιουσιακό εμμένει σε εγγυημένες πλειοψηφίες και προτεραιότητα του χρήστη, τότε ο κίνδυνος αδιεξόδου είναι μεγάλος. Σε μια τέτοια περίπτωση έχει μεγάλη σημασία σε ποιον ο ΟΗΕ θα επιρρίψει τις ευθύνες για το αδιέξοδο.
Είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι η εποικοδομητική στάση της ελληνοκυπριακής πλευράς λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας για να μην επιρριφθούν ευθύνες στην ελληνοκυπριακή πλευρά –και εν γένει στην Κυπριακή Δημοκρατία-, καθώς και για να υπάρχουν αναχώματα στις προσπάθειες της Τουρκίας να νομιμοποιήσει τις παρανομίες της στην Κύπρο.
Γράφει: Στέφανος Στεφάνου