Η Κυβέρνηση ποτέ δεν είχε καμιά αμφιβολία πως αν υποχρεωνόμασταν να προσφύγουμε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, τότε θα μας επιβαλλόταν ένα πολύ επώδυνο μνημόνιο, όπως συνέβη και με τις άλλες χώρες που εντάχθηκαν σ’ αυτόν.
Οι πολιτικές που εφαρμόζει η Τρόικα είναι πολύ καλά γνωστές. Είναι πολιτικές που στηρίζονται στη λογική του λιγότερου κράτους, της απορύθμισης της αγοράς εργασίας, της πρόκλησης περισσότερης ύφεσης στην οικονομία οι οποίες πλήττουν, αντί να στηρίζουν, την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.
Είναι γι’ αυτό που η Κυβέρνηση προσπάθησε πάρα πολύ να αποφύγει το Μηχανισμό αναζητώντας άλλες πηγές χρηματοδότησης, γεγονός που προκάλεσε τις έντονες επικρίσεις πολιτικών δυνάμεων στο εσωτερικό ότι ο Πρόεδρος αποφεύγει ευρωπαϊκούς θεσμούς επειδή, τάχα, είναι αντιευρωπαϊστής.
Δυστυχώς, η εξάντληση του χρονικού περιθωρίου που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είχε θέσει, βρήκε τη Λαϊκή Τράπεζα εκτεθειμένη και το κράτος υποχρεωμένο να τη στηρίξει με το ποσό του 1,8 δις ευρώ, που αποτελεί περίπου το 25% του ετήσιου προϋπολογισμού της χώρας μας.
Από τη στιγμή που η Κύπρος υποχρεώθηκε να το κάνει αυτό, τότε για την Κυβέρνηση ήταν ξεκάθαρο ότι οι δυσκολίες θα ήταν πολύ μεγάλες και τα περιθώρια διαπραγμάτευσης με την Τρόικα πολύ στενά. Η Κυβέρνηση με τη σκληρή διαπραγμάτευση που έκανε κατάφερε να υλοποιήσει μερικούς σημαντικούς στόχους που έθεσε ως προτεραιότητα, όπως είναι η προστασία του κυριαρχικού δικαιώματος για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων του φυσικού αερίου, η αποφυγή της ιδιωτικοποίησης κερδοφόρων ημικρατικών οργανισμών, η υπεράσπιση σημαντικών θεσμικών κατακτήσεων των εργαζομένων και ο επιμερισμός του κόστους στη συνεισφορά των μισθωτών.
Η αντιπολίτευση ισχυρίζεται ότι επειδή δεν λήφθηκαν μέτρα για την οικονομία (καθόλου ή έγκαιρα είναι οι δύο βασικές εκδοχές) προέκυψαν τέτοια ελλείμματα που τελικά μας οδήγησαν στο Μηχανισμό.
Θα προσπεράσουμε τον ισχυρισμό ότι δεν λήφθηκαν μέτρα. Αυτός απλά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι ότι λήφθηκαν πολλά μέτρα αλλά δεν είναι αντικείμενο του παρόντος άρθρου η αναλυτική αναφορά σ’ αυτά. Αυτό, όμως, που πρέπει να λεχθεί είναι ότι, όταν η Κύπρος απευθύνθηκε στο Μηχανισμό, οι βασικοί δείχτες της οικονομίας της -το δημόσιο χρέος και το δημοσιονομικό έλλειμμα- ήταν κοντά ή κάτω από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν η προσφυγή στο Μηχανισμό είχε να κάνει με τα δημοσιονομικά δεδομένα της οικονομίας, τότε πολλά κράτη μέλη της Ε.Ε. που έχουν χειρότερους οικονομικούς δείχτες θα προσέφευγαν σ’ αυτόν πολύ πριν από την Κύπρο. Ή ανάποδα! Αν ίσχυε αυτός ο ισχυρισμός, η Ιρλανδία ούτε κατά διάνοια θα έμπαινε στο Μηχανισμό, αφού τα δημοσιονομικά της δεδομένα ήταν τα καλύτερα στην Ευρώπη κι όμως δεν γλύτωσε, γιατί έπεσε θύμα του τραπεζικού της συστήματος.
Υπάρχει, επίσης, ο ισχυρισμός ότι αν δεν είχαμε ελλείμματα, τότε θα μπορούσαμε από τα πλεονάσματα να ανακεφαλαιοποιήσουμε τις τράπεζες χωρίς ανάγκη ξένου δανεισμού. Από το 2000 και μετά η Κύπρος είχε πλεονάσματα μόνο δύο χρονιές. Το 2007 (3,5% ή 554 εκατομμύρια ευρώ) και το 2008 (0,9% ή 49 εκατομμύρια ευρώ). Όλα τα υπόλοιπα χρόνια υπήρχε έλλειμμα, με αποκορύφωμα το 2003 που το έλλειμμα έφτασε στο ψηλότερο του σημείο, 6,6% χωρίς να υπάρχει οικονομική κρίση! Αυτό το έλλειμμα ήταν το κληροδότημα της δεκαετούς διακυβέρνησης του ΔΗΣΥ στον εκλιπόντα πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο.
Κάθε λογικός πολίτης μπορεί να αντιληφθεί ότι ούτε κι αυτό το συγκυριακό πλεόνασμα του 2007 δεν θα μπορούσε να αρκέσει για να καλύψει την ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης της Λαϊκής Τράπεζας. Θα υπολείπονταν 1,2 δις ευρώ για τα οποία θα έπρεπε από κάπου η Κύπρος να τα αναζητήσει.
Καταληκτικά: Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών είναι ο μοναδικός λόγος γιατί υποχρεωθήκαμε να προσφύγουμε στο Μηχανισμό Σταθερότητας. Αυτό είναι ένα γεγονός που το αναγνωρίζουν όλοι στο εξωτερικό κι όμως η αντιπολίτευση επιμένει να τα φορτώνει όλα στην Κυβέρνηση. Αυτή της η επιμονή καταδεικνύει ότι πίσω από τους αστήριχτους και ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς της, δυστυχώς λειτουργούν μικροπολιτικές και εκλογικές σκοπιμότητες. Σε μια περίοδο, μάλιστα, που η πατρίδα μας έχει ανάγκη από συναίνεση, ενότητα και κοινή προσπάθεια για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες ενός επώδυνου Μνημονίου που επιβλήθηκε από την Τρόικα.
Γράφει: Στέφανος Στεφάνου