«Για την οικονομία… το σημαντικότερο είναι να βγούμε πολύ σύντομα στις αγορές, απαλλαττόμενοι το συντομότερο από την ανάγκη των δανειστών, κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτρέποντας πολιτικές που οπωσδήποτε θα είναι προς όφελος των στόχων μας και της ευρύτερης κοινωνίας».
Αυτά δήλωνε προ μερικών ημερών ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αυτό επαναλαμβάνουν οι κυβερνώντες με κάθε ευκαιρία και αφορμή.
Ασφαλώς είναι θετική εξέλιξη η Κύπρος να βγει στις αγορές. Αυτό όμως δεν θα λύσει ως δια μαγείας τα προβλήματα της πραγματικής οικονομίας και των πολιτών, αλλά ούτε και θα μας απαλλάξει από τους δανειστές μας και τους όρους που θέτουν, όπως λανθασμένα δηλώνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Η ολοκλήρωση του Μνημονίου, δεν σημαίνει τερματισμό των μέτρων λιτότητας. Τα Μνημόνια διαρκούν τρία χρόνια (στη δική μας περίπτωση τέσσερα χρόνια, που είναι αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης που έκανε η κυβέρνηση Χριστόφια) και η δανειακή σύμβαση έχει βάθος μερικών δεκαετιών. Αυτά που δανειστήκαμε θα πρέπει να τα πληρώσουμε. Οι λεγόμενοι εταίροι μας, βάζουν όρους σκληρούς για να διασφαλίσουν το λαβείν τους. Η δική τους αντίληψη στηρίζεται πάνω σε στυγνές λογιστικές προσεγγίσεις που λαμβάνει υπόψη τους αριθμούς και όχι την ευημερία των πολιτών. Γι’ αυτό και μετά την ολοκλήρωση του Μνημονίου, τη θέση της Τρόικα παίρνει μια Επιτροπή Παρακολούθησης η οποία φροντίζει να εφαρμόζονται τα μέτρα λιτότητας που έχουν συμφωνηθεί, για να αποπληρωθεί το δάνειο.
Έτσι εξελίσσονται τα γεγονότα στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Και οι δύο χώρες έχουν βγει στις αγορές και πωλούν τα ομόλογά τους. Η ολοκλήρωση του προγράμματος των δύο χωρών διαφημίζεται από τους νεοφιλελεύθερους πολιτικούς, οικονομολόγους και δημοσιογράφους ως απόδειξη της επιτυχίας της «θεραπείας σοκ» που εφάρμοσαν μέσα από ένα πρόγραμμα λεγόμενης εξυγίανσης των δημοσίων οικονομικών. Στο επιχείρημα «βγήκαμε στις αγορές» δίνεται μια μεταφυσική σημασία, λες και αυτό το γεγονός επιλύει αυτόματα και δια παντός όλα τα προβλήματα. Ακριβώς πάνω σ’ αυτό το προπαγανδιστικό πρότυπο λειτουργούν και οι «δικοί» μας νεοφιλελεύθεροι.
Η εμπειρία όμως της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας καταρρίπτει την προπαγάνδα τους. Οι δύο χώρες βγήκαν στις αγορές πλην όμως τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα ταλανίζουν τις κοινωνίες και δεν διαφαίνεται καμία προοπτική για διόρθωσή τους.
Η Ιρλανδία, η οποία είχε τους καλύτερους δημοσιονομικούς δείχτες από όλες τις χώρες της Ε.Ε. όταν υποχρεώθηκε λόγω της χρεοκοπίας των τραπεζών της να ζητήσει τη βοήθεια του ευρωπαϊκού μηχανισμού, σήμερα έχει 120% δημόσιο χρέος από 26% που είχε το 2007. Η ανεργία στη χώρα παραμένει σε ψηλά επίπεδα, η φτώχεια έχει αυξηθεί κατακόρυφα σε πολλά στρώματα του λαού εξαιτίας της ανεργίας (30% του πληθυσμού στερείται βασικών ειδών διαβίωσης), της σοβαρής μείωσης των μισθών και του δραστικού περιορισμού του κοινωνικού κράτους. Η μετανάστευση έχει εκτοξευθεί στα ύψη. Στην Πορτογαλία είναι ακόμα χειρότερα τα προβλήματα.
Η άσχημη κοινωνικο-οικονομική κατάσταση των πολιτών, μαζί με τη συνεχιζόμενη επιβολή μέτρων λιτότητας, έχει προκαλέσει μεγάλη κοινωνική αντίδραση και διαδηλώσεις, που συνήθως δεν προβάλλονται από την πλειοψηφία των διεθνών και τοπικών μέσων ενημέρωσης για ευνόητους λόγους. Μεγάλο κύμα μαζικής λαϊκής αντίδρασης είχαμε πολύ πρόσφατα όχι μόνο στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία, αλλά στην Ισπανία, στην Ιταλία και αλλού.
Αυτή είναι η κατάσταση που υπάρχει στην Ευρώπη. Αυτή είναι η κατάσταση που διαμορφώνεται και στην Κύπρο με τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζουν οι κυβερνώντες. Κατάσταση που θα γίνει ακόμα πιο δύσκολη αν τελικά ολοκληρωθούν οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί για ιδιωτικοποίηση των κερδοφόρων ημικρατικών οργανισμών, για μαζικές εκποιήσεις με την πώληση πακέτων δανείων σε λεγόμενα επενδυτικά ταμεία, για απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων κ.α.
Αυτές κι άλλες στρατηγικής σημασίας αποφάσεις διαμορφώνουν το οικονομικό πεδίο για να αυθαιρετεί το μεγάλο κεφάλαιο και μονίμως να πληρώνουν το μάρμαρο της οικονομικής κρίσης, οι εργαζόμενοι.
Γράφει: Στέφανος Στεφάνου